ἀδεής: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδεής''': Ἐπ. [[ἀδειής]], ές. Ἐπικ. κλητ. [[ἀδδεές]], ([[δέος]]). Ἄφοβος: [[εἴπερ]] [[ἀδειής]] τ’ ἐστί, περὶ Ἕκτορος, Ἰλ. Η. 117· κύον ἀδεές, Θ. 423, πρβλ. Ὀδ. Τ. 91. 2) [[ἄφοβος]], [[ἀσφαλής]], (ἴδε ἐν λέξει [[ἀλεής]]), τὸ ἀδεές, ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 3. 37, ἀδεὴς θανάτου, Πλάτ. Πολ. 386Β· περὶ τὸν καλὸν θάνατον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 10· ἐν νόσοις, [[αὐτόθι]], 11: - ἀδεὲς [[δέος]] δεδιέναι, φοβεῖσθαι [[ἔνθα]] οὐδεμία [[αἰτία]] φόβου ὑπάρχει, Πλάτ. Συμ. 198Α. ΙΙ. ὁ μὴ ἐμποιῶν φόβον, ὁ μὴ [[φοβερός]], πρὸς ἐχθρόν, Θουκ. 1. 36, οὕτω καὶ ἐν 6. 87, μὴ ἀδεεῖς [[εἶναι]] κινδυνεύειν, οὐχὶ [[ἄνευ]] δέους κινδύνου, ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Dobree προτείνει ἀδεές, ὡς ἐν Δημ. 207. 23· οὐκ ἀδεές, οὐχὶ [[ἄνευ]] αἰτίας φόβου). ΙΙ. συνηθέστατον ὡς ἐπίρρ. ἀδεῶς, [[ἄνευ]] φόβου ἢ ὄκνου, θαρραλέως. Ἡρόδ. 3. 65., 9. 109· ἀδ. πολιτεύεσθαι, Λυσ. 170. 32· ἀδεῶς λέγειν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394: - φθέγγεσθαι, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 502. 7. 2) ἐλευθέρως, [[μεγάλως]], Θουκ. 2. 40, Κικ. π. Ἀττ. 13. 52. | |lstext='''ἀδεής''': Ἐπ. [[ἀδειής]], ές. Ἐπικ. κλητ. [[ἀδδεές]], ([[δέος]]). Ἄφοβος: [[εἴπερ]] [[ἀδειής]] τ’ ἐστί, περὶ Ἕκτορος, Ἰλ. Η. 117· κύον ἀδεές, Θ. 423, πρβλ. Ὀδ. Τ. 91. 2) [[ἄφοβος]], [[ἀσφαλής]], (ἴδε ἐν λέξει [[ἀλεής]]), τὸ ἀδεές, ἡ [[ἀσφάλεια]], Θουκ. 3. 37, ἀδεὴς θανάτου, Πλάτ. Πολ. 386Β· περὶ τὸν καλὸν θάνατον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 10· ἐν νόσοις, [[αὐτόθι]], 11: - ἀδεὲς [[δέος]] δεδιέναι, φοβεῖσθαι [[ἔνθα]] οὐδεμία [[αἰτία]] φόβου ὑπάρχει, Πλάτ. Συμ. 198Α. ΙΙ. ὁ μὴ ἐμποιῶν φόβον, ὁ μὴ [[φοβερός]], πρὸς ἐχθρόν, Θουκ. 1. 36, οὕτω καὶ ἐν 6. 87, μὴ ἀδεεῖς [[εἶναι]] κινδυνεύειν, οὐχὶ [[ἄνευ]] δέους κινδύνου, ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Dobree προτείνει ἀδεές, ὡς ἐν Δημ. 207. 23· οὐκ ἀδεές, οὐχὶ [[ἄνευ]] αἰτίας φόβου). ΙΙ. συνηθέστατον ὡς ἐπίρρ. ἀδεῶς, [[ἄνευ]] φόβου ἢ ὄκνου, θαρραλέως. Ἡρόδ. 3. 65., 9. 109· ἀδ. πολιτεύεσθαι, Λυσ. 170. 32· ἀδεῶς λέγειν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394: - φθέγγεσθαι, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 502. 7. 2) ἐλευθέρως, [[μεγάλως]], Θουκ. 2. 40, Κικ. π. Ἀττ. 13. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne craint pas, sans crainte, sans inquiétude ; τὸ ἀδεές THC la sécurité;<br /><b>2</b> qui ne craint personne, audacieux ; <i>en mauv. part</i> impudent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Ep. ἀδειής, ές: voc. ἀδεές [ᾱ, i.e. ἀδϝεές]:—
A fearless, εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, of Hector, Il.7.117; κύον ἀδεές 8.423, Od.19.91: c. gen., ἀ. θανάτου Pl.R.386b, cf. Arist.EN1115a33; ἐν θαλάττῃ καὶ ἐν νόσοις ἀ. ὁ ἀνδρεῖος 1115b1. 2 without anxiety, secure, τὸ ἀ. security, Th.3.37; ἀ. δέος δεδιέναι to fear where no fear is, Pl. Smp.198a. II causing no fear, not formidable, πρὸς ἐχθρούς Th.1.36 (Comp.); οὐ γὰρ ἀδεὲς τοῦτ' ὑπολαμβάνω D.16.22. III most common in Adv. ἀδεῶς without fear or scruple, confidently, Hdt.3.65, 9.109; ἀ. τινὰ ὠφελοῦμεν Th.2.40; ἀ. περί τινος ἀποφαίνεσθαι Pl.La.186d; ἀ. πολιτεύεσθαι Lys.24.25; ἀ. bibit Cic.Att.13.52: Comp. -έστερον Th.4.92. 2 with impunity, μηνύειν Id.6.27.
ἀδε-ής (B), ές, (δέομαι)
A not in want, τινός Max Tyr.5.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεής: Ἐπ. ἀδειής, ές. Ἐπικ. κλητ. ἀδδεές, (δέος). Ἄφοβος: εἴπερ ἀδειής τ’ ἐστί, περὶ Ἕκτορος, Ἰλ. Η. 117· κύον ἀδεές, Θ. 423, πρβλ. Ὀδ. Τ. 91. 2) ἄφοβος, ἀσφαλής, (ἴδε ἐν λέξει ἀλεής), τὸ ἀδεές, ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 3. 37, ἀδεὴς θανάτου, Πλάτ. Πολ. 386Β· περὶ τὸν καλὸν θάνατον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 10· ἐν νόσοις, αὐτόθι, 11: - ἀδεὲς δέος δεδιέναι, φοβεῖσθαι ἔνθα οὐδεμία αἰτία φόβου ὑπάρχει, Πλάτ. Συμ. 198Α. ΙΙ. ὁ μὴ ἐμποιῶν φόβον, ὁ μὴ φοβερός, πρὸς ἐχθρόν, Θουκ. 1. 36, οὕτω καὶ ἐν 6. 87, μὴ ἀδεεῖς εἶναι κινδυνεύειν, οὐχὶ ἄνευ δέους κινδύνου, (ἔνθα ὅμως ὁ Dobree προτείνει ἀδεές, ὡς ἐν Δημ. 207. 23· οὐκ ἀδεές, οὐχὶ ἄνευ αἰτίας φόβου). ΙΙ. συνηθέστατον ὡς ἐπίρρ. ἀδεῶς, ἄνευ φόβου ἢ ὄκνου, θαρραλέως. Ἡρόδ. 3. 65., 9. 109· ἀδ. πολιτεύεσθαι, Λυσ. 170. 32· ἀδεῶς λέγειν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394: - φθέγγεσθαι, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 502. 7. 2) ἐλευθέρως, μεγάλως, Θουκ. 2. 40, Κικ. π. Ἀττ. 13. 52.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
1 qui ne craint pas, sans crainte, sans inquiétude ; τὸ ἀδεές THC la sécurité;
2 qui ne craint personne, audacieux ; en mauv. part impudent.
Étymologie: ἀ, δέος.