ἀεροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεροειδής''': -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἠεροειδής]], ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. [[ἀερώδης]]. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε [[ἠεροειδής]].
|lstext='''ἀεροειδής''': -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἠεροειδής]], ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. [[ἀερώδης]]. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε [[ἠεροειδής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>épq. et ion.</i> [[ἠεροειδής]];<br /><b>1</b> qui a la couleur de l’air, <i>càd</i> d’un bleu sombre, <i>en particulier de la mer</i> ; sombre, obscur (antre, caverne, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui se perd dans les airs, indistinct, confus.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεροειδής Medium diacritics: ἀεροειδής Low diacritics: αεροειδής Capitals: ΑΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeroeidḗs Transliteration B: aeroeidēs Transliteration C: aeroeidis Beta Code: a)eroeidh/s

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. ἠεροειδής, ές,

   A like the sky or air, Pl.Ti.78c, Arist.GC 330b24, etc.:—cloudy in colour, Id.Col.794a4, cf. 797a7, BGU1207.6 (i B. C.).—For the Homeric usage of the word v. ἠεροειδής.

German (Pape)

[Seite 42] ές, luftartig, ἐγκύρτια Plat. Tim. 78 c; καπνός Arist. col. 3; τὰ ὄρη πόῤῥωθεν ἀεροειδῆ, wiein Dunst gehüllt, D. L. 9, 85; s. ἠεροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροειδής: -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. ἠεροειδής, ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. ἀερώδης. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε ἠεροειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épq. et ion. ἠεροειδής;
1 qui a la couleur de l’air, càd d’un bleu sombre, en particulier de la mer ; sombre, obscur (antre, caverne, etc.);
2 qui se perd dans les airs, indistinct, confus.
Étymologie: ἀήρ, εἶδος.