ἄζηλος: Difference between revisions
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄζηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀζήλωτος]], ὁ μὴ ἀξιοζήλευτος, [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], [[γῆρας]], Σιμων. Ἰαμβ. 1. 11˙ [[φρουρά]]. Αἰσχύλ. Πρ. 143: - [[βίος]], [[ἔργον]], Σοφ. Τρ. 284, 745˙ θέα, Ἠλ. 1455. Ἐν χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ ἄζηλα πέλει, = ἅπαντα εὑρίσκονται ἐν κακῇ καταστάσει˙ ὁ Λοβ. ἐν Ἀγλαοφ. 1353 διορθοῖ ἀΐδηλα. 2) μικροῦ ἢ ὀλίγου [[ἄξιος]], Πλουτ. Λυκοῦρ. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Ἀθην. 594C. | |lstext='''ἄζηλος''': -ον, ὡς τὸ [[ἀζήλωτος]], ὁ μὴ ἀξιοζήλευτος, [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], [[γῆρας]], Σιμων. Ἰαμβ. 1. 11˙ [[φρουρά]]. Αἰσχύλ. Πρ. 143: - [[βίος]], [[ἔργον]], Σοφ. Τρ. 284, 745˙ θέα, Ἠλ. 1455. Ἐν χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ ἄζηλα πέλει, = ἅπαντα εὑρίσκονται ἐν κακῇ καταστάσει˙ ὁ Λοβ. ἐν Ἀγλαοφ. 1353 διορθοῖ ἀΐδηλα. 2) μικροῦ ἢ ὀλίγου [[ἄξιος]], Πλουτ. Λυκοῦρ. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Ἀθην. 594C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non digne d’envie;<br /><b>2</b> triste, malheureux, lamentable;<br /><b>3</b> misérable, vil.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ζῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unenvied, unenviable, dreary, γῆρας Semon.1.11; φρουρά A.Pr.143; θέα S.El.1455; βίος Id.Tr.284; ἔργον sorry deed, ib. 745; ἄζηλαπέλει all are in ill plight, Orac. ap. Hdt.7.140; πλοῦτος Plu. Lyc.10; ζῆλος ἀζήλων not deserving of envy, Phld. Oec.p.66J. II Act., not envious, Menetorap.Ath.13.594c.
German (Pape)
[Seite 43] ohne Eifersucht, Ath. XIII, 594 c; – gew. unbeneidet, d. i. gering geachtet, schlecht, φρουρά Aesch. Prom. 173; μιάσματα νίκης Ch. 1012; θέα Soph. El. 1447, d. i. gestattet; βίος Trach. 283; ἔργον 742; neben οὐκ εὐδαίμονα Eur. Iph. T.620; Plut. Lyc. 10 neben ἄτιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζηλος: -ον, ὡς τὸ ἀζήλωτος, ὁ μὴ ἀξιοζήλευτος, ἀνιαρός, χαλεπός, γῆρας, Σιμων. Ἰαμβ. 1. 11˙ φρουρά. Αἰσχύλ. Πρ. 143: - βίος, ἔργον, Σοφ. Τρ. 284, 745˙ θέα, Ἠλ. 1455. Ἐν χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140˙ ἄζηλα πέλει, = ἅπαντα εὑρίσκονται ἐν κακῇ καταστάσει˙ ὁ Λοβ. ἐν Ἀγλαοφ. 1353 διορθοῖ ἀΐδηλα. 2) μικροῦ ἢ ὀλίγου ἄξιος, Πλουτ. Λυκοῦρ. 10. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Ἀθην. 594C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non digne d’envie;
2 triste, malheureux, lamentable;
3 misérable, vil.
Étymologie: ἀ, ζῆλος.