κόκκινος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόκκῐνος''': -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. [[κοῦκι]]. | |lstext='''κόκκῐνος''': -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. [[κοῦκι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />d’un rouge écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[φοῖνιξ]]¹, [[ὕσγινον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A scarlet, Herod.6.19, Ep.Hebr.9.19, PHamb.10.24 (ii A.D.), Plu.Fab.15; κ. γενόμενος blushing, Com.Adesp.19.3 D. II Subst. κόκκινα, τά, scarlet clothes, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φορεῖν, Arr.Epict. 3.22.10, 4.11.34; -ων βαφαί PHolm.21.41: sg., LXX Ex.25.4.
German (Pape)
[Seite 1471] scharlachroth; Ar. Vesp. 1067; Plut. Fab. 15 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. κοῦκι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’un rouge écarlate.
Étymologie: κόκκος.
Par. φοῖνιξ¹, ὕσγινον.