ἐγγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγώνιος''': ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, [[κυρίως]] ὀρθὴν γωνίαν, [[σχῆμα]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, [[γωνιώδης]], περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.
|lstext='''ἐγγώνιος''': ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, [[κυρίως]] ὀρθὴν γωνίαν, [[σχῆμα]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, [[γωνιώδης]], περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui forme un angle droit.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γωνία]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγώνιος Medium diacritics: ἐγγώνιος Low diacritics: εγγώνιος Capitals: ΕΓΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: engṓnios Transliteration B: engōnios Transliteration C: eggonios Beta Code: e)ggw/nios

English (LSJ)

ον, (γωνία)

   A forming an angle, esp. right angle, σχῆμα Hp.Art.22; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93; πύργοι J.BJ 7.8.3. Adv. -ίως Paul.Aeg.6.115.    II cut into angles, of ivyleaves, Thphr.HP3.15.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 702] einen Winkel bildend; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγώνιος: ον (γῶνος) σχηματίζων γωνίαν, κυρίως ὀρθὴν γωνίαν, σχῆμα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93. ΙΙ. τετμημένος εἰς γωνίας, γωνιώδης, περὶ τῶν φύλλων τοῦ κισσοῦ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 15, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un angle droit.
Étymologie: ἐν, γωνία.