ῥέγκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥέγξω, <i>ao.</i> ἔρρεγξα, <i>pf. inus.</i><br />ronfler.<br />'''Étymologie:''' onomat.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέγκω Medium diacritics: ῥέγκω Low diacritics: ρέγκω Capitals: ΡΕΓΚΩ
Transliteration A: rhénkō Transliteration B: rhenkō Transliteration C: regko Beta Code: r(e/gkw

English (LSJ)

   A snore, A.Eu.53, Eup. 267, Ar.Nu.5, al.; of horses, snort, E.Rh.785; of a dolphin asleep, Arist.HA537b3, 566b15:—in Ar.Eq.115 also in Med. ῥέγκεται, but (as Sch. observes) only to balance πέρδεται; but cf. ll. cc. infr.—The form ῥέγχω occurs in Hp.Aph.6.51, Arist. ll. cc., Men.Mon.711, Herod.8.2, LXX Jn.1.5,6, Orph.Fr.148: Med., τῆς πλευρᾶς ῥέγχομαι I am wheezing from my lung, POxy.1414.26 (iii A.D.), cf. AP11.343.

German (Pape)

[Seite 837] schnarchen; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, Aesch. Eum. 53; Ar. Nub. 5. 11 u. öfter, auch med., Equ. 115; von Pferden, schnauben, θυμὸν ἐξ ἀντηρίδων ἔρεγκον, Eur. Rhes. 785; Sp., wie Luc. Cont. 1 u. öfter; nach den alten Gramm. altattische Form für ῥέγχω (s. unten). Es ist ein Ouomatopoectikon.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγκω: μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη οὕτως ὅπως ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ τύπος ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. ῥέγκος. (Ἐντεῦθεν ῥέγκοςῥέγχος, ῥογκιάω, καὶ ἴσως ὡσαύτως ῥύζω, ῥύγχος).

French (Bailly abrégé)

f. ῥέγξω, ao. ἔρρεγξα, pf. inus.
ronfler.
Étymologie: onomat.