ὤνιος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὤνιος''': -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ([[ὦνος]])·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, [[πράσιμος]], «[[ἀγοραστός]]», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ [[σῖτος]] [[ὤνιος]] ; πόσον [[ὤνιος]] ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-[[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ [[ἀρετὴ]] ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ [[ἀργίας]] ὤνιον ἡ [[ὑγίεια]] Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον [[εἶναι]], πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν [[αὐτόθι]] 193Β· κομίζειν [[αὐτόθι]] 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· [[οὕτως]], ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21.
|lstext='''ὤνιος''': -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ([[ὦνος]])·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, [[πράσιμος]], «[[ἀγοραστός]]», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ [[σῖτος]] [[ὤνιος]] ; πόσον [[ὤνιος]] ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-[[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ [[ἀρετὴ]] ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ [[ἀργίας]] ὤνιον ἡ [[ὑγίεια]] Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον [[εἶναι]], πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν [[αὐτόθι]] 193Β· κομίζειν [[αὐτόθι]] 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· [[οὕτως]], ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν [[τι]] ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener <i>ou</i> apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, <i>particul.</i> les vivres <i>ou</i> les denrées de chaque jour ; <i>fig.</i> ὤνιον ποιεῖν [[τι]] PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝων, vendre ; cf. <i>lat.</i> venum, veneo, vendo.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὤνιος Medium diacritics: ὤνιος Low diacritics: ώνιος Capitals: ΩΝΙΟΣ
Transliteration A: ṓnios Transliteration B: ōnios Transliteration C: onios Beta Code: w)/nios

English (LSJ)

α, ον, Aeschin.3.160; also ος, ον Luc.Nigr.25, Plu.Cat.Mi.21:—

   A to be bought, for sale, Epich. 71; πῶς ὁ σῖτος ὤ.; how's corn selling? Ar.Ach.758, cf. Eq. 480: c. gen. pretii, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠ. Aeschin. l.c.; τῆς οὐσίας γάρ εἰσιν . . ὤνιοι (sc. ἰχθύες) Alex.76.7; θανάτου γάρ ἐστιν ὤνιον Men.366, cf. Phld.Mus.p.67K.; οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια Plu.2.135b; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν come to market, Thgn.127 (dub. cj., ὥριον codd.); ὤνιον εἶναι to be on sale, Pl.Lg.848a; οὗ ὁ οἶνος ὤνιος Is.6.20; οὗ τὰ βιβλἴ ὤνια Eup.304; εἰς Ῥώμην ὤνιος ἤχθη Plu.Crass. 8; οἰκέτας ὠνίους ἐξάγειν Id.2.680e; Ἀττικὰς ἰσχάδας ὠνίους κομισθείσας commercially imported Attic figs, ib.173c; ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, prov. of great distress, D.22.15; τὰ ὤ. goods for sale, marketwares, X.Cyr.1.2.3, Lys.22.16, D.8.67; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG 799.22 (Cyzicus, i A. D.), cf. Wilcken Chr.41 iii 31 (iii A. D.).    2 of a venal magistrate, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Din.1.20; διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Arist.Pol.1270b10; so ἀρχαιρεσίαι ὤ. Plu.Cat.Mi. 21.

German (Pape)

[Seite 1412] auch 2 Endgn, zu kaufen, käuflich, feil; πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; um welchen Preis ist das Getreide feil? was kostet es? Ar. Ach. 723, vgl. Equ. 480; Plat. Legg. VIII, 848 a; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, auf den Markt kommen, feil stehen, Theogn. 127, nach Brunck's Em.; τὰ ὤνια, die Marktwaaren, Xen. An. 1, 2,12; Lys. 22, 16; οὗ δ' οἶνος ὤνιος Is. 6, 20; Sp., wie Plut. Rom. 25; Antiphil. 23 (VII, 622); Xen. Cyr. 1, 2,3 u. öfter, wie Folgde; ὀρόβους ἴστε ὄντας ὠνίους Dem. 22, 15, als Zeichen großer Theuerung; – bestechlich, Dinarch. 1, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὤνιος: -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· (ὦνος)·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, πράσιμος, «ἀγοραστός», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ σῖτος ὤνιος ; πόσον ὤνιος ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον εἶναι, πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν αὐτόθι 193Β· κομίζειν αὐτόθι 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, παροιμία ἐπὶ μεγάλης δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· οὕτως, ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν τι ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener ou apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, particul. les vivres ou les denrées de chaque jour ; fig. ὤνιον ποιεῖν τι PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, etc.).
Étymologie: R. Ϝων, vendre ; cf. lat. venum, veneo, vendo.