ἄοκνος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] [[μετὰ]] τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
|lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] [[μετὰ]] τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> diligent, actif;<br /><b>2</b> pressant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄκνος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοκνος Medium diacritics: ἄοκνος Low diacritics: άοκνος Capitals: ΑΟΚΝΟΣ
Transliteration A: áoknos Transliteration B: aoknos Transliteration C: aoknos Beta Code: a)/oknos

English (LSJ)

ον,

   A without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄ. πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἀ. Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄ. βλάβη pressing, present mischief, S.Tr.841. Adv. -νως without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. -ότατα X.Cyr.1.4.2.

German (Pape)

[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. -νως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: ἀ, ὄκνος.