πολυαρκής: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως. | |lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;<br /><i>Sp.</i> πολυαρκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀρκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἀρκέω)
A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. -έστατος, [ποταμός] Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc.Nec.15. Adv. -κῶς Hsch. 2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).
German (Pape)
[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.