κοέω: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοέω''': συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, [[ἀκούω]], ἄστρωτος [[εὕδω]] καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ [[ἔκομεν]]... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ [[κοννέω]], [[ὡσαύτως]] τὰ σύνθετα [[ἀμνοκῶν]], [[εὐρυκόωσα]], καὶ [[ἴσως]] [[κοάλεμος]], ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, [[ἴσως]] καὶ τὰ [[ἀκούω]], [[ἀκοή]]. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).
|lstext='''κοέω''': συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, [[ἀκούω]], ἄστρωτος [[εὕδω]] καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ [[ἔκομεν]]... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ [[κοννέω]], [[ὡσαύτως]] τὰ σύνθετα [[ἀμνοκῶν]], [[εὐρυκόωσα]], καὶ [[ἴσως]] [[κοάλεμος]], ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, [[ἴσως]] καὶ τὰ [[ἀκούω]], [[ἀκοή]]. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’apercevoir, remarquer, comprendre.<br />'''Étymologie:''' R. κοϜ observer, surveiller.
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοέω Medium diacritics: κοέω Low diacritics: κοέω Capitals: ΚΟΕΩ
Transliteration A: koéō Transliteration B: koeō Transliteration C: koeo Beta Code: koe/w

English (LSJ)

contr. κοῶ,

   A mark, perceive, hear, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὲν πρᾶτ' οὐ κοῶ Epich.35 (prob.); σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14; κοεῖν Hellad. in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν . . Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq.198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic) . . ᾐσθόμεθα, Id. (κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.)

German (Pape)

[Seite 1465] ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon θυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf -κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.

Greek (Liddell-Scott)

κοέω: συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ ἔκομεν... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ κοννέω, ὡσαύτως τὰ σύνθετα ἀμνοκῶν, εὐρυκόωσα, καὶ ἴσως κοάλεμος, ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, ἴσως καὶ τὰ ἀκούω, ἀκοή. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ μᾶλλον ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’apercevoir, remarquer, comprendre.
Étymologie: R. κοϜ observer, surveiller.