τρυπάω: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243. | |lstext='''τρῡπάω''': μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ [[τρύω]]) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) [[δόρυ]] νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. [[τρυπανία]]) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν [[πόδα]] τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ [[λεπτός]], αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. [[αὐτόθι]] 102· ἀλλὰ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[πόνος]] μὲ τὸν [[πόδα]] τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. [[ἁλιά]]. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ [[τρῆμα]], ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ [[ὠτός]]... τετρυπημένου, [[καλῶς]] τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ [[ὅπως]] ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ [[πλήρης]], Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη [[ἔξοδος]] Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ [[τράγος]] ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />percer, trouer, acc. ; <i>Pass.</i> être percé ; τετρυπημένη [[ψῆφος]] ESCHN vote de condamnation <i>litt.</i> caillou percé.<br />'''Étymologie:''' [[τρύπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra.387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc., πόνος με τὸν πόδα τ. is stabbing into, Luc.Ocyp. 169; cf. ἁλία (B) :—Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς . . τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr.858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16. 2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπάω: μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ τρύω) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. τρυπανία) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν πόδα τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ λεπτός, αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. αὐτόθι 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., πόνος μὲ τὸν πόδα τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. ἁλιά. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα, ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ ὠτός... τετρυπημένου, καλῶς τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ ὅπως ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· ψῆφος τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ πλήρης, Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ τράγος ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percer, trouer, acc. ; Pass. être percé ; τετρυπημένη ψῆφος ESCHN vote de condamnation litt. caillou percé.
Étymologie: τρύπη.