στυλίς: Difference between revisions
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῡλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[στῦλος]], Διον. Ἁλ. 3. 21· - παράδοξός τις [[τύπος]] τῆς αἰτ. στυλλεῖδαν ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. ὡς τὸ [[στηλίς]], ἱστὸς μεθ’ ἑνὸς ἱστίου κατὰ τὴν πρύμναν πλοίου, Πλουτ. Πομπ. 24, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 90. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[στυλίς]]· [[μέρος]] τι τῆς ἡμιολίας [[νεώς]]». ΙΙΙ. ὁ [[χόνδρος]] ὁ μεταξὺ τῶν ῥωθώνων, «τὸ δὲ τὰ τρυπήματα διαιροῦν [[ὥσπερ]] [[τειχίον]] [[κίων]] καὶ [[διάφραγμα]] καὶ στυλὶς» [[Πολυδ]]. Β΄, 79. | |lstext='''στῡλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[στῦλος]], Διον. Ἁλ. 3. 21· - παράδοξός τις [[τύπος]] τῆς αἰτ. στυλλεῖδαν ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. ὡς τὸ [[στηλίς]], ἱστὸς μεθ’ ἑνὸς ἱστίου κατὰ τὴν πρύμναν πλοίου, Πλουτ. Πομπ. 24, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 90. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[στυλίς]]· [[μέρος]] τι τῆς ἡμιολίας [[νεώς]]». ΙΙΙ. ὁ [[χόνδρος]] ὁ μεταξὺ τῶν ῥωθώνων, «τὸ δὲ τὰ τρυπήματα διαιροῦν [[ὥσπερ]] [[τειχίον]] [[κίων]] καὶ [[διάφραγμα]] καὶ στυλὶς» [[Πολυδ]]. Β΄, 79. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petit mât à l’arrière d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[στῦλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of
A στῦλος 1, IG12.313.95, OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Ph.Bel.74.8, D.H.3.21: pecul. acc. στυλλεῖδαν CIG 3293 (Smyrna). II mast to carry a flag at the stern, Eratosth. Cat.35, Plu.Pomp.24, cf. Poll.1.90. III cartilage which separates the nostrils, Id.2.79.
German (Pape)
[Seite 958] ίδος, ἡ, dim. von στῦλος, bes. wie στηλίς, eine Stange mit einem Segel am Hintertheile des Schiffes, Plut. Pomp. 24; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ στῦλος, Διον. Ἁλ. 3. 21· - παράδοξός τις τύπος τῆς αἰτ. στυλλεῖδαν ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. ὡς τὸ στηλίς, ἱστὸς μεθ’ ἑνὸς ἱστίου κατὰ τὴν πρύμναν πλοίου, Πλουτ. Πομπ. 24, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 90. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυλίς· μέρος τι τῆς ἡμιολίας νεώς». ΙΙΙ. ὁ χόνδρος ὁ μεταξὺ τῶν ῥωθώνων, «τὸ δὲ τὰ τρυπήματα διαιροῦν ὥσπερ τειχίον κίων καὶ διάφραγμα καὶ στυλὶς» Πολυδ. Β΄, 79.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit mât à l’arrière d’un navire.
Étymologie: στῦλος.