ἀλεής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεής''': -ές, ὅμοιον τῷ [[ἀλεεινός]], θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, [[ὕπνος]], Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - [[οὕτως]] ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ [[οὕτως]] ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Reiske, [[ἀδεής]], [[εἶναι]] [[λίαν]] πιθανή. | |lstext='''ἀλεής''': -ές, ὅμοιον τῷ [[ἀλεεινός]], θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, [[ὕπνος]], Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - [[οὕτως]] ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ [[οὕτως]] ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Reiske, [[ἀδεής]], [[εἶναι]] [[λίαν]] πιθανή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ), [[ὕπνος]] <br />sommeil au moment le plus chaud du jour ; <i>sel. d’autres</i> sommeil qui réchauffe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A like ἀλεεινός, in the warmth, ὕπνος S.Ph.859 (lyr.) (codd., Sch.; ἀδεής cj. Reiske.
German (Pape)
[Seite 91] ές (nach B. A. p. 380 ἁλεής), ὕπνος, wär mender, erquickender Schlaf, Soph. Phll. 847. Bei Hes. O. 491 wird jetzt richtig ἐπ' ἀλέα λέσχην gelesen, doch ziehen einige Erkl. die vulg. ἐπαλέα vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεής: -ές, ὅμοιον τῷ ἀλεεινός, θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, ὕπνος, Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - οὕτως ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ οὕτως ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ εἰκασία τοῦ Reiske, ἀδεής, εἶναι λίαν πιθανή.
French (Bailly abrégé)
(ὁ), ὕπνος
sommeil au moment le plus chaud du jour ; sel. d’autres sommeil qui réchauffe.
Étymologie: ἀλέομαι.