Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξώκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξώκοιτος''': «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, [[εἴπερ]] ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν [[ὁσημέραι]] ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.
|lstext='''ἐξώκοιτος''': «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. [[ἐξώκοιτος]], ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, [[εἴπερ]] ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν [[ὁσημέραι]] ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ [[ἰχθὺς]] [[οὗτος]] ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />poisson de mer qui vient dormir à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξω]], [[κοίτη]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώκοιτος Medium diacritics: ἐξώκοιτος Low diacritics: εξώκοιτος Capitals: ΕΞΩΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: exṓkoitos Transliteration B: exōkoitos Transliteration C: eksokoitos Beta Code: e)cw/koitos

English (LSJ)

ον,

   A sleeping out, Hsch.:—as Subst., ἐξώκοιτος, ὁ, a fish which comes upon the beach to sleep, = ἄδωνις, Clearch.73, Thphr.Fr. 171.1, Ael.NA9.36, Opp.H.1.158.

German (Pape)

[Seite 890] draußen schlafend, liegend, Hesych. – ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht, Ael. H. A. 9, 36; = ἄδωνις, Clearch. Ath. VIII, 332 e; Opp. H. 1, 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώκοιτος: «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. ἐξώκοιτος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, εἴπερ ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν ὁσημέραι ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ ἰχθὺς οὗτος ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson de mer qui vient dormir à terre.
Étymologie: ἔξω, κοίτη.