παναισχής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰναισχής''': -ές, [[ὅλως]] ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 163.
|lstext='''πᾰναισχής''': -ές, [[ὅλως]] ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 163.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tout à fait honteux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[αἶσχος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.