κατευνάζω: Difference between revisions
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατευνάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, [[ἀποκοιμίζω]], Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, [[δαίμων]] με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν [[κατάλυμα]] ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., [[καθησυχάζω]], [[πραΰνω]], πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, [[παρέχω]] εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., [[πλαγιάζω]] διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, [[ἔρως]] δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36. | |lstext='''κατευνάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, [[ἀποκοιμίζω]], Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, [[δαίμων]] με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν [[κατάλυμα]] ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., [[καθησυχάζω]], [[πραΰνω]], πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, [[παρέχω]] εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., [[πλαγιάζω]] διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, [[ἔρως]] δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> κατηύνασα;<br /><b>1</b> étendre sur une couche, coucher ; <i>Pass.</i> être couché, dormir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> endormir, assoupir ; <i>Pass.</i> se reposer, se calmer <i>en parl. des passions</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐνάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. -ηύνᾰσα (v. infr.),
A put to bed, lull to sleep, Ἅλιον, ὃν αἰόλα νὺξ . . τίκτει κατευνάζει τε S.Tr.95 (lyr.); of death, με δαίμων κατευνάζει Id.Ant.833 (lyr.); ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, E.Rh.614: metaph., quiet, calm, πόντον A.R.1.1155 (tm.); θηρὸς ἐρωήν Opp.C.3.374 (tm.); μόχθων οὐδ' Ἀίδης με κατεύνασεν gave me no rest from... AP7.278 (Arch. Byz.); [κίνημα] Hierocl. in CA 24p.474M.:—Pass., lie down to sleep, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il.3.448; to be quieted, ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι λογισμοῖς Plu.Ant.36.
German (Pape)
[Seite 1398] niederlegen u. in Schlaf bringen; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν Ἕκτωρ Eur. Rhes. 614; überte., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz, αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις Soph. Phil. 692; κατὰ δ' εὔνασε πόντον Ap. Rh. 1, 1155; θηρὸς ἐρωήν Opp. Cyn. 3, 374; auch vom Tode, Soph. Ant. 827, u. von der Sonne, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ τίκτει κατευνάζει τε Trach. 95; μόχθων οὐδ' Ἀΐδης με κατεύνασεν Archi. 33 (VII, 278), wie παύω. – Pass. sich niederlegen zur Ruhe, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il. 3, 448; übertr., ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι Plut. Anton. 36.
Greek (Liddell-Scott)
κατευνάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, ἀποκοιμίζω, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, δαίμων με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν κατάλυμα ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., καθησυχάζω, πραΰνω, πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, παρέχω εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., πλαγιάζω διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, ἔρως δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36.
French (Bailly abrégé)
ao. κατηύνασα;
1 étendre sur une couche, coucher ; Pass. être couché, dormir;
2 fig. endormir, assoupir ; Pass. se reposer, se calmer en parl. des passions.
Étymologie: κατά, εὐνάζω.