σιωπηλός: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιωπηλός''': -ή, -όν, σιωπῶν, [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], Εὐρ. Μήδ. 320, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων, παροιμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σιωπή]]· τὸ σιωπηλόν, ἡ [[σιωπή]], Πλούτ. 2. 47D· ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[κίθαρις]] Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 12. Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 147. | |lstext='''σιωπηλός''': -ή, -όν, σιωπῶν, [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], Εὐρ. Μήδ. 320, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων, παροιμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σιωπή]]· τὸ σιωπηλόν, ἡ [[σιωπή]], Πλούτ. 2. 47D· ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[κίθαρις]] Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 12. Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 147. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de caractère silencieux, réservé, discret, taciturne ; τὸ σιωπηλόν la taciturnité;<br /><i>Sp.</i> σιωπηλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σιωπή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A silent, E.Med.320, Arist.Pr.953b1, Plu.2.47d; σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων Prov. ap. Suid. s.v. σιωπή; τὸ σ. taciturnity, Plu.Fab.1: of things, σ. κίθαρις Call.Ap.12; θάλασσα calm, Gal.6.709. Adv. -λῶς Poll.5.147. II σιωπηλόν, τό,= κατακάλυμμα, Sm.Is.47.2; cf. σιώπησις.
German (Pape)
[Seite 887] schweigend, verschwiegen, schweigsam; Eur. Med. 320; Call. Del. 302; Plut. Agesil. 29; neben αἰδήμων, de audit. 10.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπηλός: -ή, -όν, σιωπῶν, σιωπηλός, ἥσυχος, Εὐρ. Μήδ. 320, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων, παροιμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σιωπή· τὸ σιωπηλόν, ἡ σιωπή, Πλούτ. 2. 47D· ἐπὶ πραγμάτων, σ. κίθαρις Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 12. Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de caractère silencieux, réservé, discret, taciturne ; τὸ σιωπηλόν la taciturnité;
Sp. σιωπηλότατος.
Étymologie: σιωπή.