σιώπησις
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
-εως, ἡ, taciturnity, Sch. Ptol.Tetr.160 (pl.): metaph., veil, covering, LXX Ca.4.1,3, 6.6(7); cf. σιωπηλός ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Schweigen, die Verschwiegenheit.
Greek (Liddell-Scott)
σιώπησις: -εως, ἡ, σιωπή, τὸ σιωπηλόν· μεταφορ. κάλυμμα, ἐπικάλυμμα, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 1 καὶ 3, Ϛ΄, 6, πρβλ. Σύμμαχ. ἐν Ἡσαΐ. ΜΖ΄, 2, ἔνθα οἱ Ἑβδ. ἔχουσι κατακάλυμμα).
Translations
taciturnity
Catalan: taciturnitat; Czech: mlčenlivost; Dutch: zwijgzaamheid; French: taciturnité; German: Schweigsamkeit; Greek: εχεμύθεια, ολιγολογία, λακωνικότητα; Ancient Greek: ἀρρησία, ἀρρημοσύνη, ἀφωνία, ἀφωνίη, γλωτταργία, ἐχεγλωττία, ἐχεμυθία, σιγή, σιώπησις, τὸ σιωπηλόν; Italian: taciturnità; Portuguese: taciturnidade; Russian: молчаливость, неразговорчивость; Serbo-Croatian: šutljivost, mučaljivost; Spanish: taciturnidad; Swedish: tystlåtenhet, fåordighet, ordkarghet; Turkish: sessizlik, suskunluk; Ukrainian: мовчазність