ἀλωή: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλωή''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]], πρβλ. τὸ Ἀττ. [[ἅλως]]): [[λέξις]] ποιητ. 1) [[ἁλώνιον]], ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. [[κῆπος]], [[φυτεία]], [[ἄμπελος]], κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[γουνός]]: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ [[θάλασσα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. [[ἄλσος]]. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς [[κύκλος]] ὁ [[πέριξ]] τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.
|lstext='''ἀλωή''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]], πρβλ. τὸ Ἀττ. [[ἅλως]]): [[λέξις]] ποιητ. 1) [[ἁλώνιον]], ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. [[κῆπος]], [[φυτεία]], [[ἄμπελος]], κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[γουνός]]: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ [[θάλασσα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. [[ἄλσος]]. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς [[κύκλος]] ὁ [[πέριξ]] τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.
}}
{{bailly
|btext=<i>selon d’autres</i> ἀλῳή;<br />ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> grange, aire à battre le grain;<br /><b>2</b> jardin, vignoble.<br />'''Étymologie:''' pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἄλευρον]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωή Medium diacritics: ἀλωή Low diacritics: αλωή Capitals: ΑΛΩΗ
Transliteration A: alōḗ Transliteration B: alōē Transliteration C: aloi Beta Code: a)lwh/

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀλωά, ἡ, (ἀλέωA, cf. Att. ἅλως) poet.:    I threshing-floor, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 13.588, 20.496, cf. Hes.Op.597.    II more commonly, any prepared ground (cf. Sch.Od.1.193), garden, orchard, vineyard, etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: Ποσειδάωνος ἀ., i.e. sea, Opp. H.1.797.    III halo, of sun or moon, Arat.811,875.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωή: [ᾰ], Δωρ. ἀλωά, ἡ, (ἀλέω, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἅλως): λέξις ποιητ. 1) ἁλώνιον, ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. κῆπος, φυτεία, ἄμπελος, κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. γουνός: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ θάλασσα, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. ἄλσος. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς κύκλοςπέριξ τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.

French (Bailly abrégé)

selon d’autres ἀλῳή;
ῆς (ἡ) :
1 grange, aire à battre le grain;
2 jardin, vignoble.
Étymologie: pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. ἄλευρον.