ἁλμυρός: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλμυρός''': -ά, -όν, ([[ἅλμη]]) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. [[πόντος]], Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. [[ποταμός]], ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ [[αἷμα]], Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ [[μωρός]], [[ἀνούσιος]], ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀπεχθής]], ὡς τὸ Λατ. amarus: [[ἀκοή]], [[γειτόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) [[δριμύς]], «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε. | |lstext='''ἁλμυρός''': -ά, -όν, ([[ἅλμη]]) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. [[πόντος]], Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. [[ποταμός]], ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ [[αἷμα]], Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ [[μωρός]], [[ἀνούσιος]], ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀπεχθής]], ὡς τὸ Λατ. amarus: [[ἀκοή]], [[γειτόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) [[δριμύς]], «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> salin, salé : ἁλμυρὸς [[ποταμός]] HDT le courant salé (l’Hellespont);<br /><b>2</b> salé, saumâtre, âcre ; <i>fig.</i> amer, piquant.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (ἅλμη)
A salt, briny, Hom. only in Od., and always in phrase ἁ. ὕδωρ salt sea-water, 4.511, etc.; πόντος Hes.Th.107, Alc.26; θάλασσα Sapph.Supp.25.10; καθ' ἁ. ἅλα Epich.53, E.Tr.76; βένθεα Pi.O.7.57; ποταμός, of the Hellespont, Hdt.7.35. 2 in Prose, of taste, salt, γίνεται τὸ στόμα ἁ. Hp.Acut.(Sp.)44; ὄψα ἀ. X.Cyr.6.2.31, cf. Hp.Vict.1.56; αἷμα Pl.Ti.84a s.v.l.; of drinking-water, brackish, Th.4.26; ofsoil, Thphr. CP6.10.1, LXX Je.17.6; opp. μῶρος (insipid), Com.Adesp.596. 3 metaph., bitter, distasteful, γειτόνημα Alcm.116, cf. Pl.Lg.705a; ἀκοή Phdr.243d; λόγοι Ath.3.121e; ἁλμυρὰ κλαίειν weep bitterly, Theoc.23.34; ἁλμυρὸν καταπτύσαι Cerc.19.37. b piquant, ἁ. καὶ δριμύ Plu.2.685e.
German (Pape)
[Seite 108] salzig, Hom. achtmal, stets ἁλμυρὸν ὕδωρ Versende, Od. 4, 511. 5, 100, ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ 9, 227. 470, θαλάσσης ἁλμ υρὸν ὕδωρ 12, 236. 240. 431. 15, 294; – Thuc. 4, 26; ἁλμυρὸς πόντος Hes. Th. 107. 964; Pind. nennt das Meer ἁλμ υρὰ βένθεα Ol. 7, 57, Eur. ἁλμυρὸν πόντου βάθος Troad. 1; öfter bei Dichtern; ἁλμυρὰ ὄψα Xen. Cyr. 6, 2, 31; δολερὸς καὶ άλμ. ποταμός Her. 7, 35 der Hellespont; übertr. bitter, unerfreulich, ἀκοή Plat. Phaedr. 243 d; neben πικρὸν γειτόνημα Legg. IV, 705 a; κάλλος ἁλμ. καὶ δριμύ, pikant, Plut. Symp. 5, 10, 4; ἁλμυρὰ κλαίειν, bitterlich, Theocr. 23, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυρός: -ά, -όν, (ἅλμη) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν ὕδωρ, τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. πόντος, Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. ποταμός, ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ αἷμα, Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ μωρός, ἀνούσιος, ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., πικρός, δυσάρεστος, ἀπεχθής, ὡς τὸ Λατ. amarus: ἀκοή, γειτόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) δριμύς, «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 salin, salé : ἁλμυρὸς ποταμός HDT le courant salé (l’Hellespont);
2 salé, saumâtre, âcre ; fig. amer, piquant.
Étymologie: ἅλμη.