ἀναδέρω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδέρω''': ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, [[ἀναξέω]], ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν [[γνάθων]] τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, [[ἔνθα]] τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ [[μέσον]] προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.» | |lstext='''ἀναδέρω''': ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, [[ἀναξέω]], ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν [[γνάθων]] τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ [[ὑπὲρ]] αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, [[ἔνθα]] τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ [[μέσον]] προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.» | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀνέδειρα;<br /><b>1</b> écorcher;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> mettre à nu, découvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀνδ-,
A strip a scab off, ψήκτρᾳ Hippiatr.68; expose, lay bare, in dissection, Gal.2.719; strip off, τὸν φλοιόν Gp.10.18.10; ἀνδέροντι πόδας strip skin off the feet, Pi.Fr.203:—Pass., ἀναδαρέντα μέρεα Aret.CD2.13; ἀναδέρεται ἡ ἕλκωσις Anty ll. ap. Aët.9.40. 2 metaph., lay bare, expose, ἀνά <τε> δέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά Ar.Ra.1106 (al. -δέρεσθον), cf. Luc.Pseudol.20:—Med., ἠρώτα δ' ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Philostr.VS1.25.3.
German (Pape)
[Seite 186] abschinden, eigentlich die über eine Wunde gewachsene Haut wieder abziehen, wieder auffrischen, bes. von unangenehmen Empfindungen; med., Ar. Run. 1104, wo der Schol. ἀνακαλύπτειν erkl.; übh. enthüllen, Luc. Pseudol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέρω: ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, ἀναξέω, ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν γνάθων τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, ἔνθα τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ μέσον προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.»
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνέδειρα;
1 écorcher;
2 fig. mettre à nu, découvrir.
Étymologie: ἀνά, δέρω.