ἀνάθεμα: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάθεμα''': ποιητ. [[ἄνθεμα]], ατος, τό, ([[ἀνατίθημι]]) [[κυρίως]], ὡς τὸ [[ἀνάθημα]], πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, [[ἄνθεμα]] Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις [[βδέλυγμα]] εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ [[ἀνάθεμα]] ἔσῃ [[ὥσπερ]] τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω [[ἀνάθεμα]]» = κεχωρίσθω πάντων, [[ἀλλότριος]] ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει [[εἶναι]] θεούς, [[ἀνάθεμα]] ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. [[κατάρα]], εἴδε [[ἀναθεματίζω]] Ι. 2. | |lstext='''ἀνάθεμα''': ποιητ. [[ἄνθεμα]], ατος, τό, ([[ἀνατίθημι]]) [[κυρίως]], ὡς τὸ [[ἀνάθημα]], πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, [[ἄνθεμα]] Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις [[βδέλυγμα]] εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ [[ἀνάθεμα]] ἔσῃ [[ὥσπερ]] τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω [[ἀνάθεμα]]» = κεχωρίσθω πάντων, [[ἀλλότριος]] ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει [[εἶναι]] θεούς, [[ἀνάθεμα]] ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. [[κατάρα]], εἴδε [[ἀναθεματίζω]] Ι. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>forme réc. p.</i> [[ἀνάθημα]];<br /><b>I. 1</b> offrande votive;<br /><b>2</b> ce qui est consacré (au souvenir de qqn), inscription commémorative;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> malédiction, anathème;<br /><b>II.</b> objet maudit <i>en parl. de ch. ; en parl. de pers.</i> NT;<br /><b>III.</b> sorte de danse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) properly,
A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d (Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K. 2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc. II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.
German (Pape)
[Seite 188] τό, p. = ἀνάθημα, bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) κυρίως, ὡς τὸ ἀνάθημα, πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, ἄνθεμα Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» = κεχωρίσθω πάντων, ἀλλότριος ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει εἶναι θεούς, ἀνάθεμα ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. κατάρα, εἴδε ἀναθεματίζω Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
forme réc. p. ἀνάθημα;
I. 1 offrande votive;
2 ce qui est consacré (au souvenir de qqn), inscription commémorative;
3 en mauv. part malédiction, anathème;
II. objet maudit en parl. de ch. ; en parl. de pers. NT;
III. sorte de danse.
Étymologie: ἀνατίθημι.