ἀναίτιος: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναίτιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἡρόδ. 9. 110, Αἰσχ. Χο. 873, πρβλ. [[μεταίτιος]]: ― παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ― ὁ μὴ [[αἴτιος]], [[ἀθῷος]], ἀναίτιον αἰτιάασθαι Ἰλ. Ν. 775, πρβλ. Ὀδ. Υ. 138, κτλ.· [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, [[ἀθῷος]] ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 730· ἀν. [[παρά]] τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10. 2) μ. γεν. πράγμ., [[ἀθῷος]] ἀπό τινος πράγματος, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 233, κτλ.· φόνου, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1505, Χο. 873· κακίας Πλάτ. Τίμ. 42D· ἀφροσύνης Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10: ― οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, μ. ἀπαρ., [[εἶναι]] ἀξιόμεμπτον τὸ νὰ πράξῃ τις .., [[αὐτόθι]] 5. 5, 22. ΙΙ. τὸ μὴ ὂν αἴτιον, τὸ ἀν. τιθέναι ὡς αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 17, 3, πρβλ. Ρητ. 2. 4, 8: ― Ἐπίρρ. ἀναιτίως Σέξτ. Ἐμπ. 3. 67. | |lstext='''ἀναίτιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Ἡρόδ. 9. 110, Αἰσχ. Χο. 873, πρβλ. [[μεταίτιος]]: ― παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ― ὁ μὴ [[αἴτιος]], [[ἀθῷος]], ἀναίτιον αἰτιάασθαι Ἰλ. Ν. 775, πρβλ. Ὀδ. Υ. 138, κτλ.· [[ἀναίτιος]] ἀθανάτοισιν, [[ἀθῷος]] ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 730· ἀν. [[παρά]] τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10. 2) μ. γεν. πράγμ., [[ἀθῷος]] ἀπό τινος πράγματος, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 233, κτλ.· φόνου, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1505, Χο. 873· κακίας Πλάτ. Τίμ. 42D· ἀφροσύνης Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10: ― οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, μ. ἀπαρ., [[εἶναι]] ἀξιόμεμπτον τὸ νὰ πράξῃ τις .., [[αὐτόθι]] 5. 5, 22. ΙΙ. τὸ μὴ ὂν αἴτιον, τὸ ἀν. τιθέναι ὡς αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 17, 3, πρβλ. Ρητ. 2. 4, 8: ― Ἐπίρρ. ἀναιτίως Σέξτ. Ἐμπ. 3. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />non coupable, non responsable, innocent ; τινος de qch ; τινι, [[παρά]] τινι envers qqn ; [[οἱ]] ἀναίτιοι les innocents ; [[οὐκ]] ἀναίτιόν ἐστι avec l’inf. XÉN il est blâmable de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[αἴτιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Hdt.9.110, A.Ch.873:—in the best authors, only of persons,
A not being the fault or cause of a thing, guiltless, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775, cf. Od.20.135, etc.; αἰτία ἑλομένου, θεὸς ἀ. Pl.R.617e; ἀναίτιος ἀθανάτοις guiltless before the gods, Hes.Op.827, cf. E.Med.730; ἀ. παρά τινι X.Cyr.1.6.10; ἀ. αἷμα ἐκχέαι SIG1181.6. 2 c. gen. rei, guiltless of a thing, Hdt.1.129, 7.233, etc.; φόνου, κακῶν, A.Ag.1505, Ch.873; κακίας Pl.Ti.42d; ἀφροσύνης X.Cyr.1. 5.10: οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, c. inf., it is blamable to do, ib.5.5.22. II not being the cause, τὸ ἀ. τιθέναι ὡς αἴτιον Arist.APr.65b16, cf. Rh. 1401b30; having no cause, unjustifiable, κολάσεις Phld.Ir.p.52 W. Adv. -ως not in the form of a cause, ἀ. τὴν αἰτίαν ἔχειν Plot.6.7.2; without assigning any reason, ὁλοσχερῶς καὶ ἀ. λεκτέον Simp.in Cael.665.11. III uncaused. Plot.3.1.1, Phlp. in Ph.277.1: Sup., Sch.E.Hipp.672. Adv. -ως without a cause, Gal. 10.36, S.E.P.3.67, Simp.in Ph.641.10; ἀ. γίγνεσθαι Alex.Aphr.in Metaph.309.15.
German (Pape)
[Seite 190] (ἀναιτία fem. Aesch. Ch. 860 Her. 9, 110), unschuldig, nicht Schuld od. Ursache von etwas, ἀναίτιον αἰτιάασθαι, den Unschuldigen anklagen, Il. 18, 775 u. öfter; ἀθανάτοις, schuldlos vor den Göttern, Hes. O. 825; κακίας, κακῶν, am Unglück, Plat. Tim. 42 d Rep. II, 379 b; ἀφροσύνης, von Wahnsinn frei zu sprechen, Xen. Cyr. 1, 5, 10; ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς στρατιώταις, du wirst nicht von ihnen angeklagt werden, 1, 6, 10. – Adv., Sp. neben ἀγεννήτως, Plut. de an. procr. e Tim. b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίτιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἡρόδ. 9. 110, Αἰσχ. Χο. 873, πρβλ. μεταίτιος: ― παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ― ὁ μὴ αἴτιος, ἀθῷος, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Ἰλ. Ν. 775, πρβλ. Ὀδ. Υ. 138, κτλ.· ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, ἀθῷος ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 730· ἀν. παρά τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10. 2) μ. γεν. πράγμ., ἀθῷος ἀπό τινος πράγματος, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 233, κτλ.· φόνου, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1505, Χο. 873· κακίας Πλάτ. Τίμ. 42D· ἀφροσύνης Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10: ― οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, μ. ἀπαρ., εἶναι ἀξιόμεμπτον τὸ νὰ πράξῃ τις .., αὐτόθι 5. 5, 22. ΙΙ. τὸ μὴ ὂν αἴτιον, τὸ ἀν. τιθέναι ὡς αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 17, 3, πρβλ. Ρητ. 2. 4, 8: ― Ἐπίρρ. ἀναιτίως Σέξτ. Ἐμπ. 3. 67.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
non coupable, non responsable, innocent ; τινος de qch ; τινι, παρά τινι envers qqn ; οἱ ἀναίτιοι les innocents ; οὐκ ἀναίτιόν ἐστι avec l’inf. XÉN il est blâmable de.
Étymologie: ἀ, αἴτιος.