ἀνδρείκελος: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν [[μάλιστα]] τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν [[ἀνδρείκελον]] δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ [[τύπος]] ἀνδροείκελος [[εἶναι]] μεταγενέστ. καὶ [[ἀμφίβολος]].
|lstext='''ἀνδρείκελος''': -ον, [[ὅμοιος]] ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν [[μάλιστα]] τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν [[ἀνδρείκελον]] δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ [[τύπος]] ἀνδροείκελος [[εἶναι]] μεταγενέστ. καὶ [[ἀμφίβολος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον ([[χρῶμα]]) couleur de chair pour imiter une figure d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[εἴκελος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελος Medium diacritics: ἀνδρείκελος Low diacritics: ανδρείκελος Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: andreíkelos Transliteration B: andreikelos Transliteration C: andreikelos Beta Code: a)ndrei/kelos

English (LSJ)

ον,

   A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.

German (Pape)

[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον (χρῶμα) couleur de chair pour imiter une figure d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, εἴκελος.