ἀντιγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιγράφω''': [ᾰ]: μέλλ. -ψω, [[γράφω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ εἰς ἀπάντησιν, Θουκ. 1. 129 (ἐν τῷ παθ.), Πλουτ. Λούκουλλ. 21, κτλ.· πολλὰ ἰδόντα με [ἐν τῇ εἰκόνι] ... [[πόθος]] ἔσχεν ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ, μὲ ἐκυρίευσεν ἐπιθυμία νὰ περιγράψω διὰ τοῦ λόγου τὴν εἰκόνα, Λόγγ. ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν κατὰ Δάφν. κ. Χλό. ΙΙ. Μέσ. μ. παθ. πρκμ. (Αἰσχίν. 22. 11, Δημ. 1115. 16) ὡς ὅρος [[νομικός]], [[εἰσάγω]] ἀντιγραφήν, κατηγορῶ, τι [[περί]] τινος Ἰσαῖ. 85. 19, πρβλ. Δημ. 1175. 26· [[ὡσαύτως]], ἀντ. τινὶ ἢ τινά, μετ’ ἀπαρεμ., ἰσχυρίζομαι [[ἐναντίον]] ἑτέρου ὅτι [[οὕτως]] ἔχει τὸ [[πρᾶγμα]], Λυσ. 166. 45, Δημ. 1092. 10: -[[ὡσαύτως]] [[φέρω]] ἀντικατηγορίαν, «ἀντιγράφεσθαι, τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου ἢ ἀντικατηγορεῖν» [[Πολυδ]]. Η΄, 58, πρβλ. Αἰσχίν. 17. 1., 22. 11. 2) φυλάττω ἀντίγραφον λογαριασμοῦ τῶν καταβαλλομένων ἢ λαμβανομένων χρημάτων (πρβλ. [[ἀντιγραφεύς]]), Ἀριστ. Ἀποσπ. 399.
|lstext='''ἀντιγράφω''': [ᾰ]: μέλλ. -ψω, [[γράφω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ εἰς ἀπάντησιν, Θουκ. 1. 129 (ἐν τῷ παθ.), Πλουτ. Λούκουλλ. 21, κτλ.· πολλὰ ἰδόντα με [ἐν τῇ εἰκόνι] ... [[πόθος]] ἔσχεν ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ, μὲ ἐκυρίευσεν ἐπιθυμία νὰ περιγράψω διὰ τοῦ λόγου τὴν εἰκόνα, Λόγγ. ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν κατὰ Δάφν. κ. Χλό. ΙΙ. Μέσ. μ. παθ. πρκμ. (Αἰσχίν. 22. 11, Δημ. 1115. 16) ὡς ὅρος [[νομικός]], [[εἰσάγω]] ἀντιγραφήν, κατηγορῶ, τι [[περί]] τινος Ἰσαῖ. 85. 19, πρβλ. Δημ. 1175. 26· [[ὡσαύτως]], ἀντ. τινὶ ἢ τινά, μετ’ ἀπαρεμ., ἰσχυρίζομαι [[ἐναντίον]] ἑτέρου ὅτι [[οὕτως]] ἔχει τὸ [[πρᾶγμα]], Λυσ. 166. 45, Δημ. 1092. 10: -[[ὡσαύτως]] [[φέρω]] ἀντικατηγορίαν, «ἀντιγράφεσθαι, τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου ἢ ἀντικατηγορεῖν» [[Πολυδ]]. Η΄, 58, πρβλ. Αἰσχίν. 17. 1., 22. 11. 2) φυλάττω ἀντίγραφον λογαριασμοῦ τῶν καταβαλλομένων ἢ λαμβανομένων χρημάτων (πρβλ. [[ἀντιγραφεύς]]), Ἀριστ. Ἀποσπ. 399.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> répondre par écrit;<br /><b>2</b> faire une copie de;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιγράφομαι se défendre en justice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[γράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιγρᾰφω Medium diacritics: ἀντιγράφω Low diacritics: αντιγράφω Capitals: ΑΝΤΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: antigráphō Transliteration B: antigraphō Transliteration C: antigrafo Beta Code: a)ntigra/fw

English (LSJ)

   A write against or in answer, write back, v.l. in Th.1.129 (Pass.), Phld.Ir.p.86 W., Plu.Luc.21, D.Chr.2.18, PFlor.278ii 30 (iii A.D.), etc.; ἀ. τῆ γραφῇ vie in description with painting, Longus Prooem.    II Med., with pf. Pass. (Aeschin.1.154, D.45.45), as law-term, put in as an ἀντιγραφή, plead against, τι περί τινος Is.11.17, cf.D.48.31; also ἀ. τινί, c. inf., plead against another that such is the case, Lys.23.5, D.44.39:—also, bring a counter-accusation, Poll.8.58, cf. Aeschin.1.119, 154; later in Act., plead in answer to a charge, -γράψαι ὡς οὐκ ἔπραξεν D.S.1.75.    2 keep a counter-reckoning of money paid or received (cf. ἀντιγραφεύς), Arist.Ath.54.3; simply, check accounts, PTeb.89.13 (ii B.C.).    3 issue a rescript, SIG888.8.    III Pass., aor. ἀντιγραφῆναι to be copied, εἰς στήλας Milet.3.148.93.

German (Pape)

[Seite 250] dagegen schreiben, schriftlich antworten, Thuc. 1, 129; oft Plut. – Med., eine Gegenklage erheben, περί τινος Is. 11, 17; bes. eine Exception gegen eine Klage einreichen, Lys. 23, 5 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιγράφω: [ᾰ]: μέλλ. -ψω, γράφω ἐναντίον τινὸς ἢ εἰς ἀπάντησιν, Θουκ. 1. 129 (ἐν τῷ παθ.), Πλουτ. Λούκουλλ. 21, κτλ.· πολλὰ ἰδόντα με [ἐν τῇ εἰκόνι] ... πόθος ἔσχεν ἀντιγράψαι τῇ γραφῇ, μὲ ἐκυρίευσεν ἐπιθυμία νὰ περιγράψω διὰ τοῦ λόγου τὴν εἰκόνα, Λόγγ. ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν κατὰ Δάφν. κ. Χλό. ΙΙ. Μέσ. μ. παθ. πρκμ. (Αἰσχίν. 22. 11, Δημ. 1115. 16) ὡς ὅρος νομικός, εἰσάγω ἀντιγραφήν, κατηγορῶ, τι περί τινος Ἰσαῖ. 85. 19, πρβλ. Δημ. 1175. 26· ὡσαύτως, ἀντ. τινὶ ἢ τινά, μετ’ ἀπαρεμ., ἰσχυρίζομαι ἐναντίον ἑτέρου ὅτι οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, Λυσ. 166. 45, Δημ. 1092. 10: -ὡσαύτως φέρω ἀντικατηγορίαν, «ἀντιγράφεσθαι, τὸ ἀντιποιεῖσθαι κλήρου ἢ ἀντικατηγορεῖν» Πολυδ. Η΄, 58, πρβλ. Αἰσχίν. 17. 1., 22. 11. 2) φυλάττω ἀντίγραφον λογαριασμοῦ τῶν καταβαλλομένων ἢ λαμβανομένων χρημάτων (πρβλ. ἀντιγραφεύς), Ἀριστ. Ἀποσπ. 399.

French (Bailly abrégé)

1 répondre par écrit;
2 faire une copie de;
Moy. ἀντιγράφομαι se défendre en justice.
Étymologie: ἀντί, γράφω.