πωλητής: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν [[δέκα]] ἄρχοντες [[ὥσπερ]] οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν [[πλείω]] προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., [[Πολυδ]]. Η´, 99: [[ὡσαύτως]] δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ [[μετοίκιον]] αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων [[ὅστις]] ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F. | |lstext='''πωλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν [[δέκα]] ἄρχοντες [[ὥσπερ]] οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν [[πλείω]] προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., [[Πολυδ]]. Η´, 99: [[ὡσαύτως]] δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ [[μετοίκιον]] αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων [[ὅστις]] ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> polète <i>ou</i> adjudicateur, un des dix magistrats chargés d’affermer les revenus publics, <i>à Athènes</i>;<br /><b>2</b> <i>à Épidamnos</i>, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.<br />'''Étymologie:''' [[πωλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, prop.
A seller, Plu.Galb.24: but, 2 at Athens and elsewhere, officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property, and entered into contracts for public works, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.Ath.7.3, 47.2; also at Rhodes, SIG581.97 (ii B.C.); τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the metics who failed to pay their tax, D.25.58. 3 at Epidamnus, an official who regulated commercial dealings with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.
Greek (Liddell-Scott)
πωλητής: -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες ὥσπερ οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν πλείω προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., Πολυδ. Η´, 99: ὡσαύτως δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ μετοίκιον αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων ὅστις ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως μετὰ τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 polète ou adjudicateur, un des dix magistrats chargés d’affermer les revenus publics, à Athènes;
2 à Épidamnos, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.
Étymologie: πωλέω.