ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber l’un après l’autre <i>ou</i> à coups redoublés sur;<br /><b>2</b> faire irruption dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπίπτω Medium diacritics: ἐπεισπίπτω Low diacritics: επεισπίπτω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epeispíptō Transliteration B: epeispiptō Transliteration C: epeispipto Beta Code: e)peispi/ptw

English (LSJ)

   A fall or burst in upon, c. dat., ναυστάθμοις E.Rh.448; ἐ. αὐτοῖς πίνουσι X.Cyr.7.5.27: also c. acc., ἐ. πόλιν E.HF34: abs., τὰ ἐπεσπίπτοντα Hp.Vict.1.10; burst in, S.OC915, E.Hec.1042, J.BJ6.9.4.    2 fall upon, βρονταὶ καὶ πρηστῆρές τινι ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42.    3 metaph., ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη Critias 6.14.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπίπτω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, εἰσπίπτω, εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, εἰσβάλλω, ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπεισπεσοῦμαι;
1 tomber l’un après l’autre ou à coups redoublés sur;
2 faire irruption dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσπίπτω.