ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρηγόρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[μόνος]] ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις [[ἔρως]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, [[ἀκατάσχετος]], Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
|lstext='''ἀπαρηγόρητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀνυπότακτος]], [[μόνος]] ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις [[ἔρως]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, [[ἀκατάσχετος]], Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> que l’on ne peut satisfaire, insatiable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρηγορέω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρηγόρητος Medium diacritics: ἀπαρηγόρητος Low diacritics: απαρηγόρητος Capitals: ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aparēgórētos Transliteration B: aparēgorētos Transliteration C: aparigoritos Beta Code: a)parhgo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.    II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. -τως inflexibly, Ph.2.196.

German (Pape)

[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l’on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.