μιαρία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιᾰρία''': ἡ, ὁ [[χαρακτήρ]] ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, [[ἀχρειότης]], τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], ἰδίως [[μίασμα]] ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], σ. 343 Λοβ.
|lstext='''μιᾰρία''': ἡ, ὁ [[χαρακτήρ]] ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, [[ἀχρειότης]], τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], ἰδίως [[μίασμα]] ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], σ. 343 Λοβ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />impureté, perversité, scélératesse.<br />'''Étymologie:''' [[μιαρός]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρία Medium diacritics: μιαρία Low diacritics: μιαρία Capitals: ΜΙΑΡΙΑ
Transliteration A: miaría Transliteration B: miaria Transliteration C: miaria Beta Code: miari/a

English (LSJ)

ἡ,

   A brutality, X.HG7.3.6, Is.5.11, D.29.4.    II defilement, esp. bloodguiltiness, Antipho 2.3.1, 3.3.12; τὴν αὑτοῦ μ. εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι Id.2.3.9:—condemned by Phryn.323.

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Wesen od. die Handlungsweise eines μιαρός, Schlechtigkeit, Verbrechen, bes. Mord, Blutschuld, von Phryn. p. 343 (vgl. B. A. 108) verworfen; Antiph. 2 γ 1; Is. 5, 11; περὶ τῆς αἰσχροκερδίας καὶ μιαρίας, Dem. 29, 4; Xen. Hell. 5, 3, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρία: ἡ, ὁ χαρακτήρ ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, ἀχρειότης, τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = μίασμα, μόλυσμα, ἰδίως μίασμα ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι εἶναι ἀδόκιμος, σ. 343 Λοβ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impureté, perversité, scélératesse.
Étymologie: μιαρός.