ἐκπνοή: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπνοή''': ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, [[ἔκπνευσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀναπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 78 Ε, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 3· τῷ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2.3· θανάσιμοι ἐκπνοαὶ Εὐρ. Ἱππ. 1438. ΙΙ. πνοὴ ἀέρος ἔκ τινος μέρους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 10.
|lstext='''ἐκπνοή''': ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, [[ἔκπνευσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀναπνοή]], Πλάτ. Τίμ. 78 Ε, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 3· τῷ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2.3· θανάσιμοι ἐκπνοαὶ Εὐρ. Ἱππ. 1438. ΙΙ. πνοὴ ἀέρος ἔκ τινος μέρους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 10.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de rendre le souffle, d’expirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπνέω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπνοή Medium diacritics: ἐκπνοή Low diacritics: εκπνοή Capitals: ΕΚΠΝΟΗ
Transliteration A: ekpnoḗ Transliteration B: ekpnoē Transliteration C: ekpnoi Beta Code: e)kpnoh/

English (LSJ)

ἡ,

   A breathing out, exhalation, opp. ἀναπνοή,Pl.Ti.78e,Arist.Sens.436a15; opp. εἰσπνοή, Id.Resp.471a8 ; θανάσιμοι ἐ. E.Hipp.1438.    2 death, J.AJ19.8.3.    3 vent, blow-hole, Placit.2.25.1 ; Τυφῶνος ἐκπνοαί, name of a marsh, Plu.Ant.3.    II vapour, Arist.Mu.394b13(pl.).

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, das Aushauchen, Ausathmen; καὶ ἀναπνοή Plat. Tim. 78 e; Arist. oft; θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur. Hipp. 1438.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπνοή: ἡ, τὸ ἐκπνεῖν, ἔκπνευσις, ἀντίθετον τῷ ἀναπνοή, Πλάτ. Τίμ. 78 Ε, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1. 3· τῷ εἰσπνοὴ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2.3· θανάσιμοι ἐκπνοαὶ Εὐρ. Ἱππ. 1438. ΙΙ. πνοὴ ἀέρος ἔκ τινος μέρους, αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοὰς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de rendre le souffle, d’expirer.
Étymologie: ἐκπνέω.