τελέθω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελέθω''': γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[ἴσως]] [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]] τοῦ [[τέλλω]] ΙΙ, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[γίνομαι]], εἶμαι, [[ὑπάρχω]], νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]], εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις [[σημασία]] δὲν [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· [[ἀμείνων]] τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, [[οἷον]] Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = [[τελέω]], [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, [[λαμβάνω]] ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.
|lstext='''τελέθω''': γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[ἴσως]] [[ἀρχαῖος]] [[τύπος]] τοῦ [[τέλλω]] ΙΙ, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[γίνομαι]], εἶμαι, [[ὑπάρχω]], νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]], εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις [[σημασία]] δὲν [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· [[ἀμείνων]] τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, [[οἷον]] Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = [[τελέω]], [[φέρω]] εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, [[λαμβάνω]] ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et impf. itér.</i><br /><b>1</b> être complet, achevé, dans sa plénitude;<br /><b>2</b> être, se trouver : ἔκ τινος naître de qch.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελέθω Medium diacritics: τελέθω Low diacritics: τελέθω Capitals: ΤΕΛΕΘΩ
Transliteration A: teléthō Transliteration B: telethō Transliteration C: teletho Beta Code: tele/qw

English (LSJ)

3sg. Ion. Iterat.

   A τελέθεσκε h.Cer.241:—poet. Verb, cogn. with τέλομαι, τέλλω, and πέλω (qq. v.), come into being, νὺξ τελέθει Il.7.282, 293; τελέθουσι γυναῖκες Emp.65.1: then simply to be so and so, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τ., Il.9.441, Od.19.328; ζαχρηεῖς τ. Il.12.347; ζαφλεγέες τ. 21.465; ἀμείνων τελέθει Od.7.52; παντοῖοι τ. 17.486; ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τ. 4.85; so also Hes. Op.181,506, Thgn.770, Orac. ap. Hdt.7.141, Epich. 170, Pi.P.2.78, and lyr. passages of Trag., as A.Supp.1040, E.Andr.783 (not in S.); not in Att. Prose, but in X.An.3.2.3, 6.6.36; also Ion., Hp.Morb.2.5, al.; and Dor., Tab.Heracl.1.111, Theoc.5.18, al., f.l. in Diotog. ap. Stob.4.1.133 (codd. SMA).    II Med. τελέθομαι, become, ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται Ps.-Phoc.104.

German (Pape)

[Seite 1084] (τέλλω, τέλος), werden, entstehen, geworden sein, und vollendet dasein; νὺξ τελέθει, es ist tiefe Nacht geworden, Il. 7, 282. 293, vgl. οἳ τὸ πάροσπερ ζαχρηεῖς τελέθουσι, 12, 347. 359; Od. 17, 486; Hes. O. 183. 508; an θάλλω erinnernd, vollkommen sein u. blühen, ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσι, Il. 9, 441, vgl. 21, 465 Od. 19, 328; ἀμείνων τελέθει, er ist tüchtiger, 7, 52; τελέθεσκε, H. h. Cer. 241; im Orak. bei Her. 7, 141; oft bei Pind., ἄδολος τελέθει Ol. 7, 53, τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2, 95, ἐκ πόνων τελέθει αἰὼν ἁμέρα N. 9, 44, αἱ δύο ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι P. 2, 30; ἐν δ' ἀΐστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά, Aesch. Ag. 454, u. öfter; Eur. Med. 1096; sp. D., wie Nossis 4 (IX, 332), Antp. Th. 26 (VII, 531).

Greek (Liddell-Scott)

τελέθω: γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. ῥῆμα, ἴσως ἀρχαῖος τύπος τοῦ τέλλω ΙΙ, ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, γίνομαι, εἶμαι, ὑπάρχω, νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, ἁπλῶς, εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις σημασία δὲν εἶναι σπανία παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· ἀμείνων τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, οἷον Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = τελέω, φέρω εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, λαμβάνω ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et impf. itér.
1 être complet, achevé, dans sa plénitude;
2 être, se trouver : ἔκ τινος naître de qch.
Étymologie: cf. τέλλω.