ἐξερεείνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξερεείνω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]]: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐξετάζω]], ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, [[ἄλλος]] δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν [[ἄναξ]] ἀνδρῶν [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, [[ψαύω]] τὰς χορδάς, [[ἐκτείνω]], χορδίσω αὐτήν, [[αὐτόθι]] 483: πρβλ. [[ἐξερέω]], [[ἐξέρομαι]].
|lstext='''ἐξερεείνω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]]: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., [[ἐξετάζω]], ἐρωτῶ νὰ μάθω [[περί]] τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, [[ἄλλος]] δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν [[ἄναξ]] ἀνδρῶν [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, [[ψαύω]] τὰς χορδάς, [[ἐκτείνω]], χορδίσω αὐτήν, [[αὐτόθι]] 483: πρβλ. [[ἐξερέω]], [[ἐξέρομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> interroger : τινα qqn ; <i>abs.</i> s’enquérir;<br /><b>2</b> rechercher, demander : [[τι]] qch ; πόρους OD chercher à reconnaître <i>ou</i> explorer des passages;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξερεείνομαι (<i>impf. 3ᵉ sg. poét.</i> ἐξερεείνετο) interroger : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐρεείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερεείνω Medium diacritics: ἐξερεείνω Low diacritics: εξερεείνω Capitals: ΕΞΕΡΕΕΙΝΩ
Transliteration A: exereeínō Transliteration B: exereeinō Transliteration C: eksereeino Beta Code: e)cereei/nw

English (LSJ)

Ep. Verb,    1 c. acc. rei, inquire into, ἐξερέεινεν ἕκαστα Od.10.14.    2 c. acc. pers., inquire after, ἢ . . φίλον πόσιν ἐξερεείνοι 23.86; inquire of, ἄλλος ἄλλον ἐ. A.R.4.1250: abs., make inquiry, Il. 9.672, etc.:—Med., ἐξερεείνετο μύθῳ 10.81.    II search thoroughly, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Od.12.259; μυχούς h.Merc.252: metaph. of a harp, try its tones, tune it, ib.483.

German (Pape)

[Seite 877] ausfragen, ausforschen, auskundschaften; πόρους ἁλός Od. 12, 259; ἕκαστα 10, 14; τινά 23, 86; sp. D., wie ναυτιλίην Ap. Rh. 4, 721. 1250; κιθάραν, der Cither Töne entlocken, h. Merc. 483. – Med. = act., ἐξερεείνετο μύθῳ Il. 10, 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερεείνω: Ἐπικ. ῥῆμα: 1) μετ’ αἰτ. πράγ., ἐρωτῶ ἀκριβῶς, ἐρωτῶ καὶ λαμβάνω πληροφορίας, ἐξερέεινεν ἕκαστα Ὀδ. Κ. 14. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξετάζω, ἐρωτῶ νὰ μάθω περί τινος, ἤ... φίλον πόσιν ἐξερεείνοι, «ἀνακρίνειε τῷ λόγῳ» (Σχόλ.), Ψ. 86· ἐρωτῶ, ἄλλος δ’ αὖτ’ ἄλλον τετιημένος ἐξερέεινεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1250· ἀπολ., ἐξερωτῶ, πρῶτος δ’ ἐξερέεινεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 672, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξερεείνετο μύθῳ Κ 81. ΙΙ. ἐξερευνῶ, ἀναζητῶ, πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων Ὀδ. Μ. 259· ἐξερέεινε μυχοὺς μεγάλοιο δόμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 252· μεταφ., ἐπὶ κιθάρας, ψαύω τὰς χορδάς, ἐκτείνω, χορδίσω αὐτήν, αὐτόθι 483: πρβλ. ἐξερέω, ἐξέρομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 interroger : τινα qqn ; abs. s’enquérir;
2 rechercher, demander : τι qch ; πόρους OD chercher à reconnaître ou explorer des passages;
Moy. ἐξερεείνομαι (impf. 3ᵉ sg. poét. ἐξερεείνετο) interroger : τινα qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐρεείνω.