ἀρβύλη: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρβύλη''': [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν [[ὑπόδημα]] ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ [[ταῦτα]] οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ [[συχν]]. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ [[πηλοπατίδες]] ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας [[πόδα]], δηλ. ὡς ἦτο [[μετὰ]] τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς [[ὅμως]] δίδει [[ἄλλην]] ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, [[ἔνθα]] ἵστατο ὁ [[ἡνίοχος]], «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, [[ἔνθα]] τὴν στάσιν ἔχει ὁ [[ἡνίοχος]]» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ. | |lstext='''ἀρβύλη''': [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν [[ὑπόδημα]] ἐξικνούμενον [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ [[ταῦτα]] οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ [[συχν]]. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ [[πηλοπατίδες]] ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας [[πόδα]], δηλ. ὡς ἦτο [[μετὰ]] τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς [[ὅμως]] δίδει [[ἄλλην]] ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, [[ἔνθα]] ἵστατο ὁ [[ἡνίοχος]], «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, [[ἔνθα]] τὴν στάσιν ἔχει ὁ [[ἡνίοχος]]» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> chaussure forte pour la chasse <i>ou</i> la campagne;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable, d’Orient ? | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A strong shoe coming up to the ankle, half-boot, used by country people, hunters, travellers, A.Ag.944, Fr.259, E.Or. 1470 (lyr.); πηλοπατίδες ἀ. Hp.Art.62; αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα with shoes and all, E.Hipp.1189 (wrongly expld. by Eust. as = δίφρος, the stand of the charioteer), cf. Ba.1134; cf. ἄρμυλα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρβύλη: [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν ὑπόδημα ἐξικνούμενον μέχρι τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ ταῦτα οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ συχν. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ πηλοπατίδες ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα, δηλ. ὡς ἦτο μετὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς ὅμως δίδει ἄλλην ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, ἔνθα ἵστατο ὁ ἡνίοχος, «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, ἔνθα τὴν στάσιν ἔχει ὁ ἡνίοχος» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 chaussure forte pour la chasse ou la campagne;
2 αἱ ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.
Étymologie: DELG emprunt probable, d’Orient ?