ἀποσφάλλω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσφάλλω''': μέλλ. -σφᾰλῶ: ἀόρ. α΄ -έσφηλα: ― ἀποπλανῶ τῆς ὁδοῦ, ὅντινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς [[πέλαγος]], «ἀποκρουσθῆναι καὶ ἀποσφαλῆναι ποιήσωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 320· μὴ τι πάθοι, μέγα δὲ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, [[μήπως]] πάθῃ τι καὶ [[μεγάλως]] «ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσῃ τοῦ ἔργου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 567. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ κατ’ ἀόρ. β΄ ἀπεσφάλην [ᾰ], [[ἀποτυγχάνω]], τῆς ἐλπίδος Ἡρόδ. 6. 5· χάνω, ἀποσφαλεὶς φρενῶν Σόλων 25. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 472· γνώμης ὁ αὐτ. Πέρσ. 392· οὐσίας τινὸς ἀπεσφαλμένος, ἠπατημένος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν, τὴν φύσιν τινός, Πλάτ. Νόμ. 950Β· δεν κατορθώνω νὰ φθάσω, Ἰταλίας Πλουτ. Πύρρ. 15: ― ἀπολ., [[λείπω]] ἢ ἐχάθην, Δημ. 801. 15· ἀποσφάλλεισθαι εἴς τι, ἀποπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 392Β: ― ἡ κύρια [[σημασία]] [[εἶναι]] ὀλισθαίνω, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους, ἔπεσε, Πλουτ. Περ. 13. | |lstext='''ἀποσφάλλω''': μέλλ. -σφᾰλῶ: ἀόρ. α΄ -έσφηλα: ― ἀποπλανῶ τῆς ὁδοῦ, ὅντινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς [[πέλαγος]], «ἀποκρουσθῆναι καὶ ἀποσφαλῆναι ποιήσωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 320· μὴ τι πάθοι, μέγα δὲ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, [[μήπως]] πάθῃ τι καὶ [[μεγάλως]] «ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσῃ τοῦ ἔργου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 567. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ κατ’ ἀόρ. β΄ ἀπεσφάλην [ᾰ], [[ἀποτυγχάνω]], τῆς ἐλπίδος Ἡρόδ. 6. 5· χάνω, ἀποσφαλεὶς φρενῶν Σόλων 25. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 472· γνώμης ὁ αὐτ. Πέρσ. 392· οὐσίας τινὸς ἀπεσφαλμένος, ἠπατημένος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν, τὴν φύσιν τινός, Πλάτ. Νόμ. 950Β· δεν κατορθώνω νὰ φθάσω, Ἰταλίας Πλουτ. Πύρρ. 15: ― ἀπολ., [[λείπω]] ἢ ἐχάθην, Δημ. 801. 15· ἀποσφάλλεισθαι εἴς τι, ἀποπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 392Β: ― ἡ κύρια [[σημασία]] [[εἶναι]] ὀλισθαίνω, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους, ἔπεσε, Πλουτ. Περ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποσφαλῶ, <i>ao.</i> ἀπέσφηλα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire tomber en glissant ; <i>Pass.</i> glisser et tomber ; <i>fig.</i> ἀπ. τινὰ πόνοιο IL faire perdre à qqn le fruit de ses peines ; <i>Pass.</i> ἀποσφαλῆναι φρενῶν ESCHL être trompé dans son attente ; ἐλπίδος ἀποσφάλλεσθαι HDT perdre une espérance ; échouer dans qqe entreprise;<br /><b>2</b> faire glisser hors de ; faire fausse route, égarer, faire errer : [[ἐς]] [[πέλαγος]] OD à travers la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 1 -έσφηλα (v. infr.):—
A lead astray, drive in baffled course, ὅντινα πρῶτον ἄποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος Od.3.320; μή . . σφας ἀποσφήλειε πόνοιο lest he balk them of the fruits of toil, Il. 5.567. 2 cause to err, Lib.Or.59.147. II mostly in Pass., esp. in aor. 2 ἀπεσφάλην [ᾰ], to be balked or disappointed of, τῆς ἐλπίδος Hdt.6.5; to be deprived of, φρενῶν Sol.33.4, A.Pr.472; γνώμης Id.Pers.392; οὐσίας ἀρετῆς ἀπεσφαλμένοι mistaken as to the nature of... Pl.Lg.950b; fail in reaching, Ἰταλίας Plu.Pyrrh.15: abs., make a mistake, D.26.3; ἀποσφάλλεσθαι εἴς τι go astray, Plu.2.392b: rare in literal sense, miss one's footing, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους ἔπεσε Id.Per.13.
German (Pape)
[Seite 329] abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφάλλω: μέλλ. -σφᾰλῶ: ἀόρ. α΄ -έσφηλα: ― ἀποπλανῶ τῆς ὁδοῦ, ὅντινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος, «ἀποκρουσθῆναι καὶ ἀποσφαλῆναι ποιήσωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 320· μὴ τι πάθοι, μέγα δὲ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, μήπως πάθῃ τι καὶ μεγάλως «ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσῃ τοῦ ἔργου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 567. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ κατ’ ἀόρ. β΄ ἀπεσφάλην [ᾰ], ἀποτυγχάνω, τῆς ἐλπίδος Ἡρόδ. 6. 5· χάνω, ἀποσφαλεὶς φρενῶν Σόλων 25. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 472· γνώμης ὁ αὐτ. Πέρσ. 392· οὐσίας τινὸς ἀπεσφαλμένος, ἠπατημένος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν, τὴν φύσιν τινός, Πλάτ. Νόμ. 950Β· δεν κατορθώνω νὰ φθάσω, Ἰταλίας Πλουτ. Πύρρ. 15: ― ἀπολ., λείπω ἢ ἐχάθην, Δημ. 801. 15· ἀποσφάλλεισθαι εἴς τι, ἀποπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 392Β: ― ἡ κύρια σημασία εἶναι ὀλισθαίνω, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους, ἔπεσε, Πλουτ. Περ. 13.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποσφαλῶ, ao. ἀπέσφηλα, etc.
1 faire tomber en glissant ; Pass. glisser et tomber ; fig. ἀπ. τινὰ πόνοιο IL faire perdre à qqn le fruit de ses peines ; Pass. ἀποσφαλῆναι φρενῶν ESCHL être trompé dans son attente ; ἐλπίδος ἀποσφάλλεσθαι HDT perdre une espérance ; échouer dans qqe entreprise;
2 faire glisser hors de ; faire fausse route, égarer, faire errer : ἐς πέλαγος OD à travers la mer.
Étymologie: ἀπό, σφάλλω.