ἀφαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφαιρετός''': -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]]).
|lstext='''ἀφαιρετός''': -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει [[ἀμφιβολία]]).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qu’on peut enlever <i>ou</i> séparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφαιρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαιρετός Medium diacritics: ἀφαιρετός Low diacritics: αφαιρετός Capitals: ΑΦΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: aphairetós Transliteration B: aphairetos Transliteration C: afairetos Beta Code: a)faireto/s

English (LSJ)

όν,

   A to be taken away, separable, Pl.Plt.303e, Arr.Epict.3.24.3.    2 deducted, PRev.Laws55.1 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 406] ή, όν, wegzunehmen, trennbar, Plat. Polit. 303 e; – ἀφαίρετος, ον, weggenommen, Paus. b. Lob. Paralip. 479.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρετός: -όν, ὅν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 303Ε ΙΙ. προπαροξ..., ἀφαίρετος, ὁ ἀφαιρεθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2. 4, 3· (περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 479: - ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qu’on peut enlever ou séparer.
Étymologie: ἀφαιρέω.