ἀφικάνω: Difference between revisions
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφῐκάνω''': [ᾱ], Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., πρὸς [[τεῖχος]]… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388. | |lstext='''ἀφῐκάνω''': [ᾱ], Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., πρὸς [[τεῖχος]]… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἀφίκανον;<br />parvenir à, arriver à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἱκάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], Ep.
A = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος . . ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.
German (Pape)
[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐκάνω: [ᾱ], Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀφικνοῦμαι, ἥκω, Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ.· ὡσαύτως μετὰ προθ., πρὸς τεῖχος… ἀφικάνει Ἰλ. Ζ. 388.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἀφίκανον;
parvenir à, arriver à, acc..
Étymologie: ἀπό, ἱκάνω.