βάμμα: Difference between revisions
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ. | |lstext='''βάμμα''': τὸ, ([[βάπτω]]) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, [[βαφή]], [[χρῶμα]], Πλάτ. Νόμ. 956Α · [[βάμμα]] Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε [[βάπτω]] 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ [[βαφή]], Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. [[ἔμβαμμα]] (σάλτσα), [[καρύκευμα]], Νίκ. Θ. 622, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />teinture.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (βάπτω)
A that in which a thing is dipped, dye, Pl.Lg. 956a; βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, v. βάπτω 1.2: in pl., διάφορα β. POxy.914.7 (v A. D.); β. λευκώματος a whitish tinge, Arist.Phgn. 813a28. II sauce, Nic.Th.622, cf. Hsch. s.v. βάμβα. III = ὄα, AB362.
German (Pape)
[Seite 431] τό, Alles, worin etwas eingetaucht wird, bes. Farbe, Plat. Legg. XII, 956 a; Brühe, Nic. Th. 622 u. öfter; βάμμα.Σαρδιανικόν, sardinische Purpurfärberei, kom. von einem blutig Geschlagenen, Prügelsuppe, Ar. Ach. 112.
Greek (Liddell-Scott)
βάμμα: τὸ, (βάπτω) ἐκεῖνο, ἐν ᾧ τι βάπτεται, βυθίζεται, βαφή, χρῶμα, Πλάτ. Νόμ. 956Α · βάμμα Σαρδιανικόν, Κυζικηνικόν, ἴδε βάπτω 1. 2 · ― β. λευκώματος, λευκὴ βαφή, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 49. ΙΙ. ἔμβαμμα (σάλτσα), καρύκευμα, Νίκ. Θ. 622, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
teinture.
Étymologie: βάπτω.