βαΰζω: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαΰζω''': Δωρ. βαΰσδω, ὠνοματοπ. [[λέξις]] ὡς τὸ Λατ. baubor, [[κραυγάζω]], βαά, βαά, ὑλακτῶ, γαυγύζω, Ἡράκλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 787C, Θεόκρ. 6. 10· ἐπὶ ὠργισμένων ἀνθρώπων, φωνάζω δυνατά, [[ὑβρίζω]], «οὐρλιάζω», παῦσαι βαΰζων Ἀριστοφ. Θεσμ. 173, πρβλ. 895· τάδε σῖγά τις βαΰζει, κρυφίως ἀπειλεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· [[οὕτως]], οἷ’ ἄττα β. Κρατῖν. Ἀρχιλ. 3· βαύξας (δισύλλ.) Ἰαμβ. τρίμ. ἐν Τζέτζ Σχολ. εἰς Λυκ. 77. ΙΙ. μεταβ., [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 13 ([[ἔνθα]] ὁ Herm. μεταβάλλει [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ τὸ καταστήσῃ ἀμετάβατον). Πρβλ. [[δυσβάϋκτος]]. | |lstext='''βαΰζω''': Δωρ. βαΰσδω, ὠνοματοπ. [[λέξις]] ὡς τὸ Λατ. baubor, [[κραυγάζω]], βαά, βαά, ὑλακτῶ, γαυγύζω, Ἡράκλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 787C, Θεόκρ. 6. 10· ἐπὶ ὠργισμένων ἀνθρώπων, φωνάζω δυνατά, [[ὑβρίζω]], «οὐρλιάζω», παῦσαι βαΰζων Ἀριστοφ. Θεσμ. 173, πρβλ. 895· τάδε σῖγά τις βαΰζει, κρυφίως ἀπειλεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· [[οὕτως]], οἷ’ ἄττα β. Κρατῖν. Ἀρχιλ. 3· βαύξας (δισύλλ.) Ἰαμβ. τρίμ. ἐν Τζέτζ Σχολ. εἰς Λυκ. 77. ΙΙ. μεταβ., [[ὀλοφύρομαι]], θρηνῶ, τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 13 ([[ἔνθα]] ὁ Herm. μεταβάλλει [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ τὸ καταστήσῃ ἀμετάβατον). Πρβλ. [[δυσβάϋκτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> aboyer;<br /><b>2</b> grogner, gronder : β. [[τι]] ESCHL murmurer qch en grondant;<br /><b>3</b> demander à grands cris τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[βαύ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
(βαύζω disyll. Lyc.1453 is
A f.l. for βάζω), Dor. βαΰσδω, onomatop. word, cry βαύ βαύ, bark, Theoc.6.10; of angry persons, snarl, yelp, παῦσαι βαΰζων Ar.Th.173, cf. 805; τάδε σῖγά τις βαΰζει thus they snarl in secret, A.Ag.449 (lyr.); οἷ' ἄττα β. Cratin.6. II trans., shriek aloud for, τινά A.Pers.13; of dogs, bark at, τινά Heraclit.97 codd.
German (Pape)
[Seite 439] fut. βαΰξω (onomatopoetisch, bau bau rufen), 1) bellen, βαύξας (nicht βαΰξας) Sophron bei Tzetz. zu Lycophr. 77; βαΰσδω Theocr. 6, 10; Sp. Vgl. Schol. Il. 22, 69; τινά, anbellen, Plut. an seni. 12. – 2) schreien, schmähen, Ar. Th. 173, was 895 durch den Zusatz ψόγῳ βάλλειν erklärt wird; laut fordern, ἄνδρα βαΰζει Aesch. Pers. 13; beklagen, τάδε Ag. 437; Cratin. Ath. IV, 164 e.
Greek (Liddell-Scott)
βαΰζω: Δωρ. βαΰσδω, ὠνοματοπ. λέξις ὡς τὸ Λατ. baubor, κραυγάζω, βαά, βαά, ὑλακτῶ, γαυγύζω, Ἡράκλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 787C, Θεόκρ. 6. 10· ἐπὶ ὠργισμένων ἀνθρώπων, φωνάζω δυνατά, ὑβρίζω, «οὐρλιάζω», παῦσαι βαΰζων Ἀριστοφ. Θεσμ. 173, πρβλ. 895· τάδε σῖγά τις βαΰζει, κρυφίως ἀπειλεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· οὕτως, οἷ’ ἄττα β. Κρατῖν. Ἀρχιλ. 3· βαύξας (δισύλλ.) Ἰαμβ. τρίμ. ἐν Τζέτζ Σχολ. εἰς Λυκ. 77. ΙΙ. μεταβ., ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 13 (ἔνθα ὁ Herm. μεταβάλλει οὕτως, ὥστε νὰ τὸ καταστήσῃ ἀμετάβατον). Πρβλ. δυσβάϋκτος.
French (Bailly abrégé)
1 aboyer;
2 grogner, gronder : β. τι ESCHL murmurer qch en grondant;
3 demander à grands cris τινα qqn.
Étymologie: βαύ.