δειμαίνω: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειμαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (μέλλ. δειμανεῖ) ἐν Αἰσχύλ Εὐμ. 519 [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[εἰκασία]]· καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν προτιμῶσι τὴν τοῦ Dobree ― δεῖ μένειν): ― εἶμαι ἐν φόβῳ, ἐν καταπλήξει διατελῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Ἡρόδ. 3. 51, κτλ.·― Συντάσσ. ὡς τὸ δείδω· ἀπολ., Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Σοφ., κτλ.· [[περί]] τινι, ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 3. 35., 8. 140· [[ἀμφί]] τινι Σοφ. Ο. Κ. 492 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διᾶ τοῦ μή..., Θέογν. 541, Ἡρόδ. 1. 165, Σοφ. Τρ. 481. 3) μετ’ αἰτ., φοβοῦμαί τι, Ἡρόδ. 1. 159· πάντα δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Πρ. 41· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δεῖμ’ ὃ δειμαίνεις Εὐρ. Ἀνδρ. 868· ― παθ., εἶμαι φοβισμένος, Κόϊντ. Σμ. 2. 499. | |lstext='''δειμαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (μέλλ. δειμανεῖ) ἐν Αἰσχύλ Εὐμ. 519 [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[εἰκασία]]· καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν προτιμῶσι τὴν τοῦ Dobree ― δεῖ μένειν): ― εἶμαι ἐν φόβῳ, ἐν καταπλήξει διατελῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Ἡρόδ. 3. 51, κτλ.·― Συντάσσ. ὡς τὸ δείδω· ἀπολ., Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Σοφ., κτλ.· [[περί]] τινι, ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 3. 35., 8. 140· [[ἀμφί]] τινι Σοφ. Ο. Κ. 492 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διᾶ τοῦ μή..., Θέογν. 541, Ἡρόδ. 1. 165, Σοφ. Τρ. 481. 3) μετ’ αἰτ., φοβοῦμαί τι, Ἡρόδ. 1. 159· πάντα δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Πρ. 41· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δεῖμ’ ὃ δειμαίνεις Εὐρ. Ἀνδρ. 868· ― παθ., εἶμαι φοβισμένος, Κόϊντ. Σμ. 2. 499. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s’effrayer, être effrayé, craindre, acc. ; <i>avec</i> [[μή]], craindre que.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
only pres. and impf. (Ep.
A δειμαίνεσκε Q.S.2.439):— to be afraid, h.Ap.404, Hdt.3.51, etc., S.OC492, Pl.R.330c, etc.; δ. περὶ ἑωυτῷ, ὑπέρ τινος, Hdt.3.35, 8.140.β'; ἀμφί τινι S.OC492; ἐπί τινι Jul.Or.2.82a:—Pass., to be frightened, Q.S.2.499. 2 folld. by a relat. clause with μή .., Thgn.541, Hdt.1.165, S.Tr.481. 3 c. inf., Mosch.3.56, Opp.H.5.320. 4 c. acc., fear, τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159; πάντα δ. A.Pers.600, cf. Pr.41: c. acc. cogn., δεῖμ' ὃ δειμαίνεις E.Andr.868.
German (Pape)
[Seite 537] 1) sich fürchten, in Angst sein, H. h. Apoll. 404; Her. 3, 51; Plat. Rep. I, 330 e u. öfter; τί, vor etwas, Aesch. Suppl. 70; vgl. Her. 1, 159; περί τινι 8, 99; ὑπέρ τινος 8, 140; ἀμφὶ σοί Soph. O. C. 492; sequ. μή Her. 1, 165; Theocr. 27, 21; – c. inf. Eur. Rhes. 933; Mosch. 3, 56; – πόντος δειμαίνει Anyte 5; vgl. Antp. Sid. 55 (IX, 143). – 2) in Schrecken setzen, Aesch. Pers. 592 Eum. 494. So pass., Qu. Sm. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
δειμαίνω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (μέλλ. δειμανεῖ) ἐν Αἰσχύλ Εὐμ. 519 εἶναι ἁπλῶς εἰκασία· καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν προτιμῶσι τὴν τοῦ Dobree ― δεῖ μένειν): ― εἶμαι ἐν φόβῳ, ἐν καταπλήξει διατελῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Ἡρόδ. 3. 51, κτλ.·― Συντάσσ. ὡς τὸ δείδω· ἀπολ., Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Σοφ., κτλ.· περί τινι, ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 3. 35., 8. 140· ἀμφί τινι Σοφ. Ο. Κ. 492 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διᾶ τοῦ μή..., Θέογν. 541, Ἡρόδ. 1. 165, Σοφ. Τρ. 481. 3) μετ’ αἰτ., φοβοῦμαί τι, Ἡρόδ. 1. 159· πάντα δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Πρ. 41· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δεῖμ’ ὃ δειμαίνεις Εὐρ. Ἀνδρ. 868· ― παθ., εἶμαι φοβισμένος, Κόϊντ. Σμ. 2. 499.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
s’effrayer, être effrayé, craindre, acc. ; avec μή, craindre que.
Étymologie: δεῖμα.