διεξέρχομαι: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεξέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι, Ἀττ. [[διέξειμι]]· ― διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου καὶ [[ἐξέρχομαι]], τὸ [[χωρίον]] Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 5. 29, κτλ. 2) [[διέρχομαι]], ἐντελῶς [[διέρχομαι]], ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, νόμον τὸν ὄρθιον ὁ αὐτ. 1. 24· πάντας φίλους Εὐρ. Ἀλκ. 15· τὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 822Α· τὴν δίκην [[αὐτόθι]] 856Α· δ. πόνους, Λατ. exhaurire labores, Σοφ. Φ. 1419· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., δ. πωλέων, τελειῶνω τὴν πώλησιν, Ἡρόδ. 1. 196· πρβλ. [[διέξοδος]] Ι. 4. 3) [[μετὰ]] τῆς προθ. διά, [[διέρχομαι]] ματὰ σειρὰν ἢ διαδοχικῶς, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. φονεύων αυτοὺς διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 3. 11· διὰ τῶν [[δέκα]] ὁ αὐτ. 5. 92, 3· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δοκιμάζων τὴν μίαν [[μετὰ]] τὴν [[ἄλλην]], Θουκ. 3. 45· διὰ τῶν [[πόλεων]] Πλάτ. Πρωτ. 315Α. 4) [[διέρχομαι]] λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἀκριβῶς ἐκθέτων πάσας τὰς περιστάσεις, τι Ἡρόδ. 3. 75., 7. 18, Πλάτ. Νόμ. 893Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δ. [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 857Ε. β) δ. τι πρὸς αὐτόν, ἐξετάζων τι καθ’ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., [[παρέρχομαι]], [[διέρχομαι]] ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. 2. 52, πρβλ. Buttm. Ind. Dem. Mid. Δημ. 541. 22. | |lstext='''διεξέρχομαι''': μέλλ. -ελεύσομαι, Ἀττ. [[διέξειμι]]· ― διαπερνῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου καὶ [[ἐξέρχομαι]], τὸ [[χωρίον]] Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 5. 29, κτλ. 2) [[διέρχομαι]], ἐντελῶς [[διέρχομαι]], ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, νόμον τὸν ὄρθιον ὁ αὐτ. 1. 24· πάντας φίλους Εὐρ. Ἀλκ. 15· τὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 822Α· τὴν δίκην [[αὐτόθι]] 856Α· δ. πόνους, Λατ. exhaurire labores, Σοφ. Φ. 1419· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., δ. πωλέων, τελειῶνω τὴν πώλησιν, Ἡρόδ. 1. 196· πρβλ. [[διέξοδος]] Ι. 4. 3) [[μετὰ]] τῆς προθ. διά, [[διέρχομαι]] ματὰ σειρὰν ἢ διαδοχικῶς, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. φονεύων αυτοὺς διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 3. 11· διὰ τῶν [[δέκα]] ὁ αὐτ. 5. 92, 3· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δοκιμάζων τὴν μίαν [[μετὰ]] τὴν [[ἄλλην]], Θουκ. 3. 45· διὰ τῶν [[πόλεων]] Πλάτ. Πρωτ. 315Α. 4) [[διέρχομαι]] λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἀκριβῶς ἐκθέτων πάσας τὰς περιστάσεις, τι Ἡρόδ. 3. 75., 7. 18, Πλάτ. Νόμ. 893Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δ. [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 857Ε. β) δ. τι πρὸς αὐτόν, ἐξετάζων τι καθ’ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., [[παρέρχομαι]], [[διέρχομαι]] ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. 2. 52, πρβλ. Buttm. Ind. Dem. Mid. Δημ. 541. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[διεξελεύσομαι]], <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> ([[διά]], à travers) s’avancer à travers, acc.;<br /><b>II.</b> ([[διά]], jusqu’au bout);<br /><b>1</b> aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν [[τῶν]] ζημιῶν THC traverser, <i>càd</i> parcourir toute la série des peines;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, <i>càd</i> exposer en détail, acc.;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s’avancer, passer <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξέρχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ελεύσομαι,
A = διέξειμι:—go through, pass through, τὸ χωρίον Hdt.2.29, cf. 5.29; πεδίον Hell.Oxy.7.3, etc. 2 go completely through, νόμον τὸν ὄρθιον Hdt.1.24; πάντας φίλους E.Alc.15; τὴν ὁδόν Pl.Lg.822a; τὴν δίκην ib.856a; δ. πόνους S.Ph.1419: c. part., δ. πωλέων be done selling, Hdt.1.196. 3 folld. by διά, go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Id.3.11; διὰ τῶν δέκα Id.5.92.γ; διὰ τῶν πόλεων Pl.Prt.315a. 4 go through in detail, relate circumstantially, Hdt.3.75, 7.18, D.18.21; λόγον Pl.Lg.893a; ἡ ψυχὴ δ. λόγον πρὸς αὑτήν Id.Tht.189e; τῷ λόγῳ Polystr.p.30 W.; περὶ νόμων Pl. Lg.857e. II intr., to be past, gone by, of time, Hdt.2.52; ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16. 2 to be gone through, of legal formalities, πάντα δ' ἤδη διεξεληλύθει D.21.84, cf. Pl.Lg.805b.
German (Pape)
[Seite 620] (s. ἔρχομαι), 1) ganz durch bis ans Ende gehen, wie Dem. 18, 179 διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς δ. sagt, u. Plat. Phaed. 109 e ἐπ' ἔσχατον τὸν ἀέρα. – Mit dem acc.; ὁδόν Plat. Legg. VII, 822 a; Plut. Pyrrh. 24; διεξόδους Plat. Rep. III, 405 c u. A.; auch πόλεις, Her. 1, 196; u. überte., πόνους, Soph. Phil. 1419; πάντας φίλους, d. i. sich an alle Freunde wenden, Eur. Alc. 15; ἀδικήματα, Plat. Rep. III, 409 a; βίον, Phaed. 108 c Legg. VII, 823 a; ἔτος, VI, 760 a., u. ähnl. ψυχήν, VIII, 832 a; – διά τινος, Her. 3, 11. 4, 72 u. öfter; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, alle Strafen versuchen, Thuc. 3, 45; vgl. Dem. 2, 5, πάντα διεξελήλυθεν, οἷς πρότερον ηὐξήθη, welche Stelle man auch zu 3) zieht. – 2) bes. λόγῳ, durchgehen, vollständig darstellen; πολιτείαν, δίκην u. ä., Plat. Legg. V, 783 e IX, 856 a; περί τινος, IX, 857 e; u. absol., III, 699 e. So Dem. u. Folgde, βιβλίον, γραφήν, lesen, Plut. Cat. min. 70; Hln. 1, 17, 9. – 3) intrans., vorübergehen, πάντα διεξεληλύθει, ist vorbei, Dem. 21, 84; vgl. 2, 5; so von der Zeit, Plut. Aristid. 16.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι, Ἀττ. διέξειμι· ― διαπερνῶ, διέρχομαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχομαι, τὸ χωρίον Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 5. 29, κτλ. 2) διέρχομαι, ἐντελῶς διέρχομαι, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, νόμον τὸν ὄρθιον ὁ αὐτ. 1. 24· πάντας φίλους Εὐρ. Ἀλκ. 15· τὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 822Α· τὴν δίκην αὐτόθι 856Α· δ. πόνους, Λατ. exhaurire labores, Σοφ. Φ. 1419· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., δ. πωλέων, τελειῶνω τὴν πώλησιν, Ἡρόδ. 1. 196· πρβλ. διέξοδος Ι. 4. 3) μετὰ τῆς προθ. διά, διέρχομαι ματὰ σειρὰν ἢ διαδοχικῶς, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. φονεύων αυτοὺς διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 3. 11· διὰ τῶν δέκα ὁ αὐτ. 5. 92, 3· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δοκιμάζων τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην, Θουκ. 3. 45· διὰ τῶν πόλεων Πλάτ. Πρωτ. 315Α. 4) διέρχομαι λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἀκριβῶς ἐκθέτων πάσας τὰς περιστάσεις, τι Ἡρόδ. 3. 75., 7. 18, Πλάτ. Νόμ. 893Α, κτλ.· ὡσαύτως, δ. περί τινος αὐτόθι 857Ε. β) δ. τι πρὸς αὐτόν, ἐξετάζων τι καθ’ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., παρέρχομαι, διέρχομαι ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. 2. 52, πρβλ. Buttm. Ind. Dem. Mid. Δημ. 541. 22.
French (Bailly abrégé)
f. διεξελεύσομαι, etc.
A. tr. I. (διά, à travers) s’avancer à travers, acc.;
II. (διά, jusqu’au bout);
1 aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν THC traverser, càd parcourir toute la série des peines;
2 parcourir par la parole, càd exposer en détail, acc.;
B. intr. s’avancer, passer en parl. du temps.
Étymologie: διά, ἐξέρχομαι.