ἔμπλην: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπλην''': ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., Βοιωτῶν [[ἔμπλην]] Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ [[αὐτοῦ]], [[ἔμπλην]] Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἐμπελάζω]], [[ὅλως]] διάφορον τοῦ ἑπομ.). | |lstext='''ἔμπλην''': ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, [[μετὰ]] γεν., Βοιωτῶν [[ἔμπλην]] Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ [[αὐτοῦ]], [[ἔμπλην]] Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ [[ἐμπελάζω]], [[ὅλως]] διάφορον τοῦ ἑπομ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv. et prép.</i><br />tout près ; avec le gén., tout près de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπελάζω]].<br /><span class="bld">2</span><i>prép.</i><br />à l’exception de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Adv.
A near, next, close by, c. gen., Βοιωτῶν ἔ. Il.2.526; before its case, Lyc.1029: abs., Hes.Sc.372 (cf. πλη-σίος).
ἔμπλην (B), Adv. strengtnd. for πλήν.
A besides, except, c. gen., Archil.111, Call.Del.73, Nic.Th.322.
German (Pape)
[Seite 814] (ἐμπελάζω), ganz nahe, τινός; Il. 2, 526; Lycophr. 1029. Ohne Casus, Hes. Sc. 372. = πλήν, außer, gesondert; τινός, Archil. frg. 103; Call. Del. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλην: ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., Βοιωτῶν ἔμπλην Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ αὐτοῦ, ἔμπλην Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ ἐμπελάζω, ὅλως διάφορον τοῦ ἑπομ.).
French (Bailly abrégé)
1adv. et prép.
tout près ; avec le gén., tout près de.
Étymologie: ἐμπελάζω.
2prép.
à l’exception de, gén..
Étymologie: ἐν, πλήν.