πλανήτης: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰνήτης''': -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, = [[πλάνης]], Σοφ. Ο. Κ. 3. 124, κτλ.· τοὺς πλ. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Πλάτ. Πολ. 371D· πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, ἐπὶ λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5, 17. 2) [[πλανήτης]] [[ἀστήρ]], ἴδε ἐν λ. [[πλάνης]] Ι. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χοροῦ πλ. Εὐρ. Βάκχ. 148· πλ. [[ἄθλιος]] [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 878. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131. | |lstext='''πλᾰνήτης''': -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, = [[πλάνης]], Σοφ. Ο. Κ. 3. 124, κτλ.· τοὺς πλ. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Πλάτ. Πολ. 371D· πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, ἐπὶ λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5, 17. 2) [[πλανήτης]] [[ἀστήρ]], ἴδε ἐν λ. [[πλάνης]] Ι. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χοροῦ πλ. Εὐρ. Βάκχ. 148· πλ. [[ἄθλιος]] [[βίος]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 878. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />errant, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, Dor. πλανάτας, ὁ,
A = πλάνης 1.1, S.OC3,124 (lyr.), E.Ba.148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Pl.R.371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17. II as Adj., π. ἄθλιος βίος E.Heracl.878, cf. Porph.Marc.22. 2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.
German (Pape)
[Seite 624] ὁ, irrend, berumschweifend; Soph. O. C. 3. 123; Eur. Hel. 1692; βίος, Heracl. 878; τοὺς πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους καλοῦμεν, Plat. Rep. II, 371 d.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνήτης: -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, = πλάνης, Σοφ. Ο. Κ. 3. 124, κτλ.· τοὺς πλ. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Πλάτ. Πολ. 371D· πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, ἐπὶ λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5, 17. 2) πλανήτης ἀστήρ, ἴδε ἐν λ. πλάνης Ι. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χοροῦ πλ. Εὐρ. Βάκχ. 148· πλ. ἄθλιος βίος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 878. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
errant, vagabond.
Étymologie: πλανάω.