ἐνασκέω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
|lstext='''ἐνασκέω''': ἐξασκῶ ἢ [[γυμνάζω]] ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, [[εἶναι]] ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> exercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’exercer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀσκέω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνασκέω Medium diacritics: ἐνασκέω Low diacritics: ενασκέω Capitals: ΕΝΑΣΚΕΩ
Transliteration A: enaskéō Transliteration B: enaskeō Transliteration C: enaskeo Beta Code: e)naske/w

English (LSJ)

   A train or practise in a thing, αὑτόν Plu.Alex.17:—Pass. with fut. Med. (Luc.Vit.Auct.3), to be trained, c. dat., Ph.1.448, al., Luc. l. c.: c. acc., ἀτρεκίην AP11.354.10 (Agath.):—Act. intr., like Pass., Plb.1.63.9.    II Pass., τῷ ὕφει ἐνης κῆσθαι to be wrought in it, J.AJ3.7.5.

German (Pape)

[Seite 830] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη πάντοθεν ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνασκέω: ἐξασκῶ ἢ γυμνάζω ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, εἶναι ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. exercer, acc.;
2 intr. s’exercer.
Étymologie: ἐν, ἀσκέω.