μηρύομαι: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηρύομαι''': Δωρ. μᾱρ-Θεόκρ.: ἀόρ. ἐμηρῡσάμην· ἀποθ. Συστέλλω, ἱστία μηρύσαντο Ὀδ. Μ. 170: [[σωρεύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889: [[ἀνασύρω]], ναύται δ’ ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, Σοφ. Ἀποσπ. 699· μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Ὀππ. Κυν. 1. 50· μ. πείσματα, σχοίνους Ἀνθολ. Π. 10. 2 καὶ 5. 2) ἐν τῷ ὑφαίνειν, [[κρόκα]] ἐν στήμονι [[μηρύομαι]], [[ἐνυφαίνω]] τὸ ὑφάδι εἰς τὸ στημόνι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· - ἀκολούθως, [[τυλίσσω]] κλωστήν, Λουκ. Ἑρμότ. 47. 3) [[μηρύομαι]], φαίνεται ὡς Παθ. ἐν Θεοκρ. 1. 29, κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, τυλίσσεται περὶ τὰ χείλη, τὴν ἄκραν. - Λέξις Ἐπικ., ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. [[ἐκμηρύομαι]]. [ῡ εἰς ἅπαντας τοὺς χρόνους, μηρῡοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889· μηρῦσαντο Ὀδ., κτλ.]. | |lstext='''μηρύομαι''': Δωρ. μᾱρ-Θεόκρ.: ἀόρ. ἐμηρῡσάμην· ἀποθ. Συστέλλω, ἱστία μηρύσαντο Ὀδ. Μ. 170: [[σωρεύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889: [[ἀνασύρω]], ναύται δ’ ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, Σοφ. Ἀποσπ. 699· μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Ὀππ. Κυν. 1. 50· μ. πείσματα, σχοίνους Ἀνθολ. Π. 10. 2 καὶ 5. 2) ἐν τῷ ὑφαίνειν, [[κρόκα]] ἐν στήμονι [[μηρύομαι]], [[ἐνυφαίνω]] τὸ ὑφάδι εἰς τὸ στημόνι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· - ἀκολούθως, [[τυλίσσω]] κλωστήν, Λουκ. Ἑρμότ. 47. 3) [[μηρύομαι]], φαίνεται ὡς Παθ. ἐν Θεοκρ. 1. 29, κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, τυλίσσεται περὶ τὰ χείλη, τὴν ἄκραν. - Λέξις Ἐπικ., ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. [[ἐκμηρύομαι]]. [ῡ εἰς ἅπαντας τοὺς χρόνους, μηρῡοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889· μηρῦσαντο Ὀδ., κτλ.]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐμηρυόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐμηρυσάμην, <i>pf. inus.</i><br />rouler : [[ἱστία]] OD enrouler des voiles.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], Dor. μᾱρ- Theoc. (v. infr.): aor. ἐμηρῡσάμην:—
A draw up, furl, ἱστία μηρύσαντο Od.12.170, cf. A.R.4.889; ναῦται δ' ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα drew up the anchor, S.Fr.761; μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Opp.C.1.50; μ. πείσματα, σχοίνους, AP10.2 (Antip. Sid.); wind up the strands of a torsion-engine, HeroBel.98.10, AP10.5 (Thyill.); draw out phlegm, Aret.SA1.5. 2 in weaving, κρόκα ἐν στήμονι μηρύσασθαι weave the woof into the warp, Hes.Op.538. b wind off thread, LXX Pr.31.13, Luc.Herm.47. 3 in Med., μαρύεται περὶ χείλη κισσός ivy draws itself, winds round the edge, Theoc.1.29. II Act. is found in pf., περὶ τὸν τένοντα δυσκρίτους φλέβας μεμήρυκεν has twined, Hp.Oss.16.
Greek (Liddell-Scott)
μηρύομαι: Δωρ. μᾱρ-Θεόκρ.: ἀόρ. ἐμηρῡσάμην· ἀποθ. Συστέλλω, ἱστία μηρύσαντο Ὀδ. Μ. 170: σωρεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889: ἀνασύρω, ναύται δ’ ἐμηρύσαντο νηὸς ἰσχάδα, ἀνέσυραν τὴν ἄγκυραν, Σοφ. Ἀποσπ. 699· μηρύεσθαι ἀπὸ βυθῶν Ὀππ. Κυν. 1. 50· μ. πείσματα, σχοίνους Ἀνθολ. Π. 10. 2 καὶ 5. 2) ἐν τῷ ὑφαίνειν, κρόκα ἐν στήμονι μηρύομαι, ἐνυφαίνω τὸ ὑφάδι εἰς τὸ στημόνι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· - ἀκολούθως, τυλίσσω κλωστήν, Λουκ. Ἑρμότ. 47. 3) μηρύομαι, φαίνεται ὡς Παθ. ἐν Θεοκρ. 1. 29, κισσὸς μαρύεται περὶ χείλη, τυλίσσεται περὶ τὰ χείλη, τὴν ἄκραν. - Λέξις Ἐπικ., ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ἀλλ’ εὕρηται παρὰ Ξεν. ἐκμηρύομαι. [ῡ εἰς ἅπαντας τοὺς χρόνους, μηρῡοντο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 889· μηρῦσαντο Ὀδ., κτλ.].
French (Bailly abrégé)
impf. ἐμηρυόμην, f. inus., ao. ἐμηρυσάμην, pf. inus.
rouler : ἱστία OD enrouler des voiles.
Étymologie: DELG étym. douteuse.