συγκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαθίημι''': μέλλ. -καθήσω, [[καθίημι]], [[ῥίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ [[ἐγγὺς]] οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· [[ὁμοῦ]] σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., [[κύπτω]] καὶ [[εἰσέρχομαι]], εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), [[ὀκλάζω]], [[ὑποπτήσσω]], κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) [[κύπτω]], [[συγκατανεύω]], [[συγκαταβαίνω]], οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. [[συγκαταβαίνω]] 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) [[καταβαίνω]] λόφον, σ. τῇ τιμῇ, [[καταβαίνω]] εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.
|lstext='''συγκαθίημι''': μέλλ. -καθήσω, [[καθίημι]], [[ῥίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ [[ἐγγὺς]] οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· [[ὁμοῦ]] σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., [[κύπτω]] καὶ [[εἰσέρχομαι]], εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), [[ὀκλάζω]], [[ὑποπτήσσω]], κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) [[κύπτω]], [[συγκατανεύω]], [[συγκαταβαίνω]], οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. [[συγκαταβαίνω]] 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) [[καταβαίνω]] λόφον, σ. τῇ τιμῇ, [[καταβαίνω]] εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαθήσω, <i>etc.</i><br />laisser tomber.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθίημι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθίημι Medium diacritics: συγκαθίημι Low diacritics: συγκαθίημι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: synkathíēmi Transliteration B: synkathiēmi Transliteration C: sygkathiimi Beta Code: sugkaqi/hmi

English (LSJ)

fut.

   A -καθήσω E.Hel.1068:—let down with or together, deposit together, κόσμον l.c.; αὑτὴν σ. let oneself down, lower oneself, εἴς τι Pl.Tht.174a; ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν threw himself into it along with her, Plu.2.163c; insert together with, ἄγκιστρον τῷ δακτύλῳ Heliod. ap. Orib.44.14.3. cf. Dsc.2.76, 5.40; σ. Μούσας τοῖς Βατράχοις bring them upon the stage at the same time with . ., Arg.2 S.OC:—Pass., stoop down and enter, εἰς τόπον, of an ambush, Plb.8.24.4.    II (sc. ἑαυτόν) settle down, crouch, squat, Arist.Pr.869b11, D.S.20.51; συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Arist.HA539b29.    2 stoop, condescend, accommodate oneself, οἱ . . γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Pl.R.563a; εἰς . . D.H.6.56, etc.: abs., Pl.Prt.336a, Tht.168b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα cj. in Epicur.Sent.Vat.44.    3 of a seller, σ. τῇ τιμῇ come down in price, Lync. ap. Ath.7.313f.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵημι), mit, zugleich, zusammen herunterschicken, -lassen, συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, Eur. Hel. 1074; u. med., παίδων ὅπως νῷν σπέρμα συγκαθήσεται, Ion 406; übtr., αὑτὴν εἴς τι, Plat. Theaet. 174 a; Prot. 336 a. – Med. sich niederlassen, hinabbegeben, εἴς τινα τόπον, verstecken, Pol. 8, 26, 1; auch τινὶ εἴς τι, sich worauf einlassen, wie συγκαταβαίνω, Lob. Phryn. 398.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίημι: μέλλ. -καθήσω, καθίημι, ῥίπτω ὁμοῦ, εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., κύπτω καὶ εἰσέρχομαι, εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), ὀκλάζω, ὑποπτήσσω, κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) κύπτω, συγκατανεύω, συγκαταβαίνω, οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. συγκαταβαίνω 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) καταβαίνω λόφον, σ. τῇ τιμῇ, καταβαίνω εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθήσω, etc.
laisser tomber.
Étymologie: σύν, καθίημι.