ὑπερτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερτρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, καὶ παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 3 -δραμῶ· ἀόρ. -εδρᾰμον· πρβλ. [[ὑπερθέω]]. Τρέχω [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] τι, πενίην Θέογν. 620· πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ’ ὑπερδράμω; Εὐρ. Ἴων 973. πρβλ. Ἑλ. 1524. 2) [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 930, πρβλ. Φιλέταιρον ἔνθ’ ἀνωτ.· ἤν δ’ αὖ κρατηθῇς καὶ τὰ τοῦδ’ ὑπερδράμῃ, ἂν ἡ [[τύχη]] σου ὑπερισχύσῃ, Εὐρ. Φοιν. 578. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], [[ὥστε]]... θεῶν [[νόμιμα]]... θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν Σοφ. Ἀντιγ. 455.
|lstext='''ὑπερτρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, καὶ παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 3 -δραμῶ· ἀόρ. -εδρᾰμον· πρβλ. [[ὑπερθέω]]. Τρέχω [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]] τι, πενίην Θέογν. 620· πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ’ ὑπερδράμω; Εὐρ. Ἴων 973. πρβλ. Ἑλ. 1524. 2) [[ὑπερέχω]], [[ὑπερβαίνω]], εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 930, πρβλ. Φιλέταιρον ἔνθ’ ἀνωτ.· ἤν δ’ αὖ κρατηθῇς καὶ τὰ τοῦδ’ ὑπερδράμῃ, ἂν ἡ [[τύχη]] σου ὑπερισχύσῃ, Εὐρ. Φοιν. 578. ΙΙ. [[ὑπερβαίνω]], [[παραβαίνω]], [[ὥστε]]... θεῶν [[νόμιμα]]... θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν Σοφ. Ἀντιγ. 455.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> ὑπερέδραμον, <i>etc.</i><br />transgresser, violer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[τρέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερτρέχω Medium diacritics: ὑπερτρέχω Low diacritics: υπερτρέχω Capitals: ΥΠΕΡΤΡΕΧΩ
Transliteration A: hypertréchō Transliteration B: hypertrechō Transliteration C: ypertrecho Beta Code: u(pertre/xw

English (LSJ)

fut. -δρᾰμοῦμαι, and in Philetaer.3 (s. v.l.) -δραμῶ: aor. -έδρᾰμον: cf. ὑπερθέω:—

   A run over or beyond, outrun, escape from, ἄκρην πενίην Thgn.620.    2 prevail against, ὥστε . . θεῶν νόμιμα . . θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν S.Ant.455; πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ' ὑπερδράμω; E.Ion973, cf. Hel.1524; ἢν δ' αὖ κρατηθῆς καὶ τὰ τοῦδ' ὑπερδράμῃ if . . his fortune prevail, Id.Ph.578.    3 excel, surpass, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει Id.Tr.930, cf. Philetaer.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, καὶ παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 3 -δραμῶ· ἀόρ. -εδρᾰμον· πρβλ. ὑπερθέω. Τρέχω ὑπεράνωπέραν, ἐκφεύγω, διαφεύγω τι, πενίην Θέογν. 620· πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ’ ὑπερδράμω; Εὐρ. Ἴων 973. πρβλ. Ἑλ. 1524. 2) ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 930, πρβλ. Φιλέταιρον ἔνθ’ ἀνωτ.· ἤν δ’ αὖ κρατηθῇς καὶ τὰ τοῦδ’ ὑπερδράμῃ, ἂν ἡ τύχη σου ὑπερισχύσῃ, Εὐρ. Φοιν. 578. ΙΙ. ὑπερβαίνω, παραβαίνω, ὥστε... θεῶν νόμιμα... θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν Σοφ. Ἀντιγ. 455.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερδραμοῦμαι, ao.2 ὑπερέδραμον, etc.
transgresser, violer, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τρέχω.