ἔμπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπληκτος''': -ον, ([[ἐμπλήσσω]]) [[ἔκπληκτος]], τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἐμβρόντητος]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, [[κοῦφος]], ἄστατος, [[εὐμετάβλητος]], [[ἰδιότροπος]], Σοφ. Αἴ. 1358 ([[ἔνθα]] ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, [[ἔμπληκτος]] ὡς [[ἄνθρωπος]], ἄλλοτ’ [[ἄλλοσε]] πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ [[φιλοσοφία]] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον [[ἔμπληκτος]] Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. [[ἐμπλήγδην]]. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ [[ὀξύτης]] ἐνεργείας, [[μανιώδης]], [[ὁρμή]], Θουκ. 3. 82.
|lstext='''ἔμπληκτος''': -ον, ([[ἐμπλήσσω]]) [[ἔκπληκτος]], τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἐμβρόντητος]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, [[κοῦφος]], ἄστατος, [[εὐμετάβλητος]], [[ἰδιότροπος]], Σοφ. Αἴ. 1358 ([[ἔνθα]] ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, [[ἔμπληκτος]] ὡς [[ἄνθρωπος]], ἄλλοτ’ [[ἄλλοσε]] πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ [[φιλοσοφία]] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον [[ἔμπληκτος]] Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. [[ἐμπλήγδην]]. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ [[ὀξύτης]] ἐνεργείας, [[μανιώδης]], [[ὁρμή]], Θουκ. 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé de stupeur ; hébété, stupide;<br /><b>2</b> inconstant, léger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπληκτος Medium diacritics: ἔμπληκτος Low diacritics: έμπληκτος Capitals: ΕΜΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: émplēktos Transliteration B: emplēktos Transliteration C: empliktos Beta Code: e)/mplhktos

English (LSJ)

ον, (ἐμπλήσσω)

   A stunned, amazed, ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9: hence, stupid, senseless, ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28, Agath.3.24, etc.; ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693.    2 in Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj.1358, Arist.EE1240b17; αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205; [ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg.482a; ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly.214d; ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18.    II Adv. -τως rashly, madly, Isoc.7.30, etc.; τὸ ἐ. ὀξύ frantic vehemence, Th.3.82; foolishly, Gal.1.535.

German (Pape)

[Seite 814] 1) betäubt, betroffen, verblüfft, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφθαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; unsinnig, dumm. Rom. 28. – 2) unbesonnen, wankelmüthig; Soph. Ai. 1337; καὶ ἀστάθμητος Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπληκτος: -ον, (ἐμπλήσσω) ἔκπληκτος, τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἐμβρόντητος, ἀνόητος, ἄφρων, Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, κοῦφος, ἄστατος, εὐμετάβλητος, ἰδιότροπος, Σοφ. Αἴ. 1358 (ἔνθα ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ’ ἄλλοσε πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ φιλοσοφία τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔμπληκτος Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. ἐμπλήγδην. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ ὀξύτης ἐνεργείας, μανιώδης, ὁρμή, Θουκ. 3. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé de stupeur ; hébété, stupide;
2 inconstant, léger.
Étymologie: ἐμπλήσσω.