ἐπαναβαίνω: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀναβαίνω]] ἐπί τινος, [[ἀναβαίνω]], ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι [[ὑπεράνω]] τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, [[ὀχεύω]], βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) [[ἐπέρχομαι]], τὸ [[γῆρας]] ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174. | |lstext='''ἐπαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀναβαίνω]] ἐπί τινος, [[ἀναβαίνω]], ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι [[ὑπεράνω]] τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, [[ὀχεύω]], βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) [[ἐπέρχομαι]], τὸ [[γῆρας]] ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπαναβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>abs.</i> monter à cheval;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> monter vers, dans l’intérieur d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἐπαμβ-, Opp.H.3.638:—
A get up on, mount, ἐπί τι Ar.Nu.1487, Eq.169; ἐπαναβεβηκότες mounted (on horseback), Hdt.3.85; of a star, rise above the horizon, Arist.Mete.342b34. 2 of animals, cover, Id.HA540a22, Clearch.36. 3 come upon, τὸ γῆρας ἐπαναβάν Com.Adesp.612. II go up inland, Th. 7.29. III to be promoted, εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας X.Cyr.2.1.23. 2 of αἰτίαι and ἀρχαί, mount upwards, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Arist. Metaph.990a6, cf. Ph.257a22; τὸ ἐπαναβεβηκός higher or more ultimate principle, S.E.P.1.174; the genus, Sor.2.6; [ἀρχῆς] οὐδεὶς ἂν εὕροι ἁπλουστέραν οὐδὲ ἐπαναβεβηκυῖαν ἡντινοῦν Plot.2.9.1; search for higher principles, ἐ. ἀεὶ εἰς ἄπειρον Id.3.6.1; ἐπαναβεβηκότα τῇ ψυχῇ [νοῦν] Id.6.9.5. b transcend, c. gen., Anon.in Prm. in Rh.Mus.47.617; also c. dat., ἐνέργεια -βεβηκυῖα πάσαις καὶ χρωμένη αὐταῖς ὡς ὀργάνοις ibid.
German (Pape)
[Seite 899] (s. βαίνω), poet. ἐπαμβαίνω, hinaufsteigen, z. B. aufs Pferd, αὐτῶν ἐπαναβεβηκό των, nachdem sie aufgesessen waren, Her. 3, 85; vom Meere aus, landeinwärts, Thuc. 7, 29; die Mauern ersteigen, Xen. Hell. 7, 2, 8; ἐπὶ τὸ φροντιστήριον Ar. Nubb. 1487; ἐπ' ἐκεῖνο Plat. Tim. 63 b; εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας Xen. Cyr. 2, 1, 23, zum Tariarchen befördert werden; von Sternen, Arist. meteor. 1, 6. – Bei Sezt. Emp. ist τὸ ἐπαναβεβηκός das Darüberstehende, wozu man weiter hinausgeht, adv. math. 8, 32 Pyrrh. 1, 38, das Generelle. – Von Thieren, bespringen, Arist. de anim. 6, 23; Ath. XIII, 605 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀναβαίνω ἐπί τινος, ἀναβαίνω, ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι ὑπεράνω τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, ὀχεύω, βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) ἐπέρχομαι, τὸ γῆρας ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαναβήσομαι;
1 monter sur, abs. monter à cheval;
2 fig. monter vers, dans l’intérieur d’un pays.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.