ἐπίπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπλοος''': -ον, συνῃρ. ἐπίπλους, ουν ([[ἐπιπλέω]]): -[[πλέων]] [[ἐναντίον]], ὁρμῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, [[ναῦς]] Πολύβ. 1. 27, 5., 50. 6. 2) [[πλέων]] κατόπιν τινός, ἀντίθετον τῷ [[πρόπλοος]], ἀμφιβ. ἐν Διοδ. 20. 50. 3) = [[ἐπιβάτης]], «κυβερνήτας δὲ καὶ πρῳράτας μόνους ἐπίπλους εἶχον» Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. 4) = [[δίοπος]], Ἁρποκρ. ἐν λ. διοπεύων. ΙΙ. περὶ τοῦ [[ἐπίπλοα]], τά, ἴδε [[ἔπιπλα]] ἐν τέλει.
|lstext='''ἐπίπλοος''': -ον, συνῃρ. ἐπίπλους, ουν ([[ἐπιπλέω]]): -[[πλέων]] [[ἐναντίον]], ὁρμῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, [[ναῦς]] Πολύβ. 1. 27, 5., 50. 6. 2) [[πλέων]] κατόπιν τινός, ἀντίθετον τῷ [[πρόπλοος]], ἀμφιβ. ἐν Διοδ. 20. 50. 3) = [[ἐπιβάτης]], «κυβερνήτας δὲ καὶ πρῳράτας μόνους ἐπίπλους εἶχον» Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. 4) = [[δίοπος]], Ἁρποκρ. ἐν λ. διοπεύων. ΙΙ. περὶ τοῦ [[ἐπίπλοα]], τά, ἴδε [[ἔπιπλα]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>όου (ὁ) :<br />membrane qui recouvre les intestins, épiploon.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐπί]], [[πλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> expédition navale contre;<br /><b>2</b> action de naviguer vers, approche de vaisseaux amis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπλοος Medium diacritics: ἐπίπλοος Low diacritics: επίπλοος Capitals: ΕΠΙΠΛΟΟΣ
Transliteration A: epíploos Transliteration B: epiploos Transliteration C: epiploos Beta Code: e)pi/ploos

English (LSJ)

(A), ον, contr. ἐπίπλους, ουν, (ἐπιπλέω)

   A sailing against the enemy, νῆες `ships of the line', Plb.1.50.6, cf. 1.27.5, Ph.Bel.104.16.    2. sailing after, D.S.20.50.3.    3. on board ship: as Subst., = ἐπιβάτης, Arr. ap. Suid., cf. POxy.276 (i A.D.), etc.    II. for ἐπίπλοα, τά, v. ἔπιπλα ad fin.
ἐπίπλοος (B), contr. ἐπίπλους, ὁ,

   A sailing against, bearing down upon, attack or onset of a ship or fleet, Th.2.90, X.HG4.3.11, Plu. Lys.11, etc.; ποιεῖσθαι ἐπίπλουν, = ἐπιπλεῖν, Th.8.79; ἐ. ἐποιοῦντο τῇ Μιλήτῳ ib.30; ἐπὶ τὴν Σάμον ib.63; τοῖς Ἀθηναίοις Id.3.78; τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες fitting out 100 ships for the expedition against . ., Id.2.17, cf. 56; ἐ. θέσθαι Plu.Aem.9; rarely of friends, sailing towards, approach, ἐ. φίλιος Th.8.102.
ἐπίπλοος (C), contr. ἐπίπλους, ὁ,

   A v. ἐπίπλοον.

German (Pape)

[Seite 971] zsgzgn -πλους, ὁ, das Darauflosfahren eines Schiffes auf ein feindliches, der Angriff eines Schiffes, Thuc. oft, z. B. ἐπίπλουν ποιεῖσθαι, = ἐπιπλέω, mit der Flotte anrücken, τῇ Μιλήτῳ, gegen Milet, 8, 79, τοῖς Ἀθηναίοις 3, 78, ἐπὶ τὴν Σάμον 8, 63; Xen. Hell. 2, 1, 28. 4, 3, 11; ἐπίπλουν θέσθαι Plut. Aem. P. 9; der Flotte selbst, Thuc. 2, 90; vgl. 8, 102. – Bei Suid. auch der auf dem Schiffe fährt, ὁ ἐπιβάτης; u. nach Harpocr. später der Schiffsaufseher. – S. auch ἐπίπλοον. zsgzgn –πλους, 1) nachschiffend, im Ggstz von πρόπλοος, von den letzten, den Zug der Flotte schließenden Schiffen, D. Sic. 20, 50. – 2) darauf losfahrend, angreifend, ναῦς, Pol. 1, 27, 8. 50, 6. S. auch ἐπίπλοα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπλοος: -ον, συνῃρ. ἐπίπλους, ουν (ἐπιπλέω): -πλέων ἐναντίον, ὁρμῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ναῦς Πολύβ. 1. 27, 5., 50. 6. 2) πλέων κατόπιν τινός, ἀντίθετον τῷ πρόπλοος, ἀμφιβ. ἐν Διοδ. 20. 50. 3) = ἐπιβάτης, «κυβερνήτας δὲ καὶ πρῳράτας μόνους ἐπίπλους εἶχον» Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. 4) = δίοπος, Ἁρποκρ. ἐν λ. διοπεύων. ΙΙ. περὶ τοῦ ἐπίπλοα, τά, ἴδε ἔπιπλα ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

1όου (ὁ) :
membrane qui recouvre les intestins, épiploon.
Étymologie: DELG ἐπί, πλέω.
2όου (ὁ) :
1 expédition navale contre;
2 action de naviguer vers, approche de vaisseaux amis.
Étymologie: ἐπιπλέω.