εὐτελής: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[εὔωνος]], [[εὐθηνός]], Ἡρόδ. 2. 86, Πλάτ. Κρίτων 45Α, κτλ.· [[μηδαμινός]], [[εὔκολος]], Πλάτ. Νόμ. 649D· εὔτελέστερα δὲ τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 46. ― Ἐπίρρ. -λῶς, εὐθηνά, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ἀλλ’ ἀγόρασον εὐτελῶς Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1. 2) [[οὐτιδανός]], [[ποταπός]], «τιποτένιος», ἐπὶ προσώπων, σηματουργὸς δ’ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ’ ἦν Αἰσχύλ. Θήβ. 491· ἐπὶ χαρακτῆρος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 4· ἀντίθετον τῷ [[σεμνός]], ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 8· [[ὅστις]]... εὐτελέστατος Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 9· [[παιδισκάριον]]… εὐτελὲς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3· ἐνόητος εὐτελὴς ὑπερβολῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 137: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, εὐτ. [[βίος]], [[οὐτιδανός]], [[ἄθλιος]], πρόστυχος, Πλάτ. Νόμ. 806Α· εὐτελεστέρα ἄσκησις, [[ἀναξία]] λόγου, μὴ ἀπαιτοῦσα πολὺν κόπον, Ξεν. Ἱππαρχ. 1,16· [[τἆλλα]] δὲ… εὐτελέστατ’ ἔστ’ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 11, πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Μνησιπτόλεμῳ» 1. 4. ΙΙ. [[ὀλιγοδάπανος]], [[λιτός]], [[δίαιτα]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· [[δεῖπνον]] Πλούτ. 2.150C. | |lstext='''εὐτελής''': -ές, ([[τέλος]]) [[εὔωνος]], [[εὐθηνός]], Ἡρόδ. 2. 86, Πλάτ. Κρίτων 45Α, κτλ.· [[μηδαμινός]], [[εὔκολος]], Πλάτ. Νόμ. 649D· εὔτελέστερα δὲ τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 46. ― Ἐπίρρ. -λῶς, εὐθηνά, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ἀλλ’ ἀγόρασον εὐτελῶς Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1. 2) [[οὐτιδανός]], [[ποταπός]], «τιποτένιος», ἐπὶ προσώπων, σηματουργὸς δ’ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ’ ἦν Αἰσχύλ. Θήβ. 491· ἐπὶ χαρακτῆρος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 4· ἀντίθετον τῷ [[σεμνός]], ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 8· [[ὅστις]]... εὐτελέστατος Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 9· [[παιδισκάριον]]… εὐτελὲς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3· ἐνόητος εὐτελὴς ὑπερβολῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 137: ― [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, εὐτ. [[βίος]], [[οὐτιδανός]], [[ἄθλιος]], πρόστυχος, Πλάτ. Νόμ. 806Α· εὐτελεστέρα ἄσκησις, [[ἀναξία]] λόγου, μὴ ἀπαιτοῦσα πολὺν κόπον, Ξεν. Ἱππαρχ. 1,16· [[τἆλλα]] δὲ… εὐτελέστατ’ ἔστ’ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 11, πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Μνησιπτόλεμῳ» 1. 4. ΙΙ. [[ὀλιγοδάπανος]], [[λιτός]], [[δίαιτα]] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· [[δεῖπνον]] Πλούτ. 2.150C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> de peu de prix;<br /><b>2</b> vil, bas ; commun, vulgaire;<br /><i>Cp.</i> εὐτελέστερος, <i>Sp.</i> εὐτελέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A easily paid for, cheap, Hdt.2.86 (Comp. and Sup.), Pl.Cri.45a, etc.; slight, easy, Id.Lg.649d; τὰ εὐ. ἐν χειρουργίᾳ simple methods of treatment, BKT3p.24; εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά the danger would be more cheaply met, Th.8.46 codd. (dub.). Adv. -λῶς at a cheap rate, X.Smp.4.49; ἀγόρασον εὐ. Ephipp.15.1: Comp. -έστερον X.Cyr.8.3.46; -εστέρως Gloss.: Sup. -έστατα, σκευάσαι IG12.44.9; f.l. for εὐσταλέστατα, Hdn.2.11.1. 2 mean, paltry, worthless, of persons, σηματουργὸς δ' οὔ τις εὐ. ἄρ' ἦν A.Th.491; of character, Arist.Pol.1272b41; opp. σεμνότερος, Id.Po.1448b26 (Comp.); ὅστις -έστατος Eup.189; παιδισκάριον Men.338; ἀνόητος, εὐ. ὑπερβολῇ Id.615; so of things, εὐ. βίος shabby, Pl.Lg.806a; of land, depreciated in value, PTeb.61(b).30 (ii B.C.); -εστέρα ἄσκησις paltry, requiring no exertion, X.Eq.Mag.1.16; τἄλλα δὲ . . -έστατα Pl.Com. 174.11, cf. Epin.1.4. II thrifty, frugal, δίαιτα X.Mem.1.3.5; δεῖπνον Plu.2.150c (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτελής: -ές, (τέλος) εὔωνος, εὐθηνός, Ἡρόδ. 2. 86, Πλάτ. Κρίτων 45Α, κτλ.· μηδαμινός, εὔκολος, Πλάτ. Νόμ. 649D· εὔτελέστερα δὲ τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 46. ― Ἐπίρρ. -λῶς, εὐθηνά, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ἀλλ’ ἀγόρασον εὐτελῶς Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1. 2) οὐτιδανός, ποταπός, «τιποτένιος», ἐπὶ προσώπων, σηματουργὸς δ’ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ’ ἦν Αἰσχύλ. Θήβ. 491· ἐπὶ χαρακτῆρος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 4· ἀντίθετον τῷ σεμνός, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4, 8· ὅστις... εὐτελέστατος Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 9· παιδισκάριον… εὐτελὲς Μένανδρ. ἐν «Μισουμένῳ» 3· ἐνόητος εὐτελὴς ὑπερβολῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 137: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, εὐτ. βίος, οὐτιδανός, ἄθλιος, πρόστυχος, Πλάτ. Νόμ. 806Α· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ἀναξία λόγου, μὴ ἀπαιτοῦσα πολὺν κόπον, Ξεν. Ἱππαρχ. 1,16· τἆλλα δὲ… εὐτελέστατ’ ἔστ’ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 11, πρβλ. Ἐπίνικον ἐν «Μνησιπτόλεμῳ» 1. 4. ΙΙ. ὀλιγοδάπανος, λιτός, δίαιτα Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· δεῖπνον Πλούτ. 2.150C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 de peu de prix;
2 vil, bas ; commun, vulgaire;
Cp. εὐτελέστερος, Sp. εὐτελέστατος.
Étymologie: εὖ, τέλος.